Κάθε νέος κύκλος σού προσφέρει νέες δυνατότητες
λες κι οι γνώσεις σου αυξάνονται με τις χορδές του Χρόνου
που πιάνεις για να περάσεις στο επόμενο στάδιο της εξέλιξης
που δεν μπορούσες να φανταστείς πριν αγγίξεις την πρώτη
όταν σου έδειξε ο Δάσκαλος το μονοπάτι του φωτός.
Το θεατρικό έργο του Νίκου Λυγερού
«Οι Χορδές του Χρόνου»
Δελτίο Τύπου - Εκδήλωση
Βιβλιοπαρουσίαση - Σοφία Ντρέκου
Το βιβλίο Οι χορδές του χρόνου δεν είναι μόνο ένα θεατρικό έργο ή ένα κινηματογραφικό σενάριο, είναι ένας δεσμός με τη Θράκη και τους ανθρώπους της και μια αναφορά στην ποντιακή μνήμη. Κάθε λέξη του έργου είναι μια σκέψη και μια πληγή.
Η λιτότητά του προέρχεται από τον σεβασμό του συγγραφέα προς τη γενοκτονία των Ποντίων. Τα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας μας μεγαλώνουν και μας επιτρέπουν να ξεπεράσουμε την ανθρωπιά μας για να παλέψουμε για έναν λαό που υποφέρει.
Στο έργο, οι χορδές του χρόνου είναι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που ζουν για να πεθάνουν για τους άλλους. Οι άνθρωποι που προέρχονται από το παρελθόν για να δημιουργήσουν το μέλλον. Στις Χορδές του χρόνου δεν υπάρχουν άτομα, μόνο άνθρωποι που δεν θέλουν να ξεχάσουν, που δεν θέλουν να συμμετάσχουν στη γενοκτονία της μνήμης. Γι' αυτό και οι άνθρωποι του έργου έχουν σάρκα και οστά. Δεν είναι μόνο έννοιες ή οντότητες μιας αφαιρετικής στρατηγικής. Είναι δείγματα και παραδείγματα ανθρωπιάς. Είναι κείμενα και αντικείμενα οδύνης.
Ο συγγραφέας επιχειρεί το αδύνατο. Δημιουργεί τη σκέψη ενός λαού με τα κομμάτια του χρόνου, με τις πέτρες του πόνου, για να μην ξεχάσουμε. Μέσα στη λήθη βρήκε τα ίχνη της μνήμης και με αυτή γράφει την ανθρώπινη ιστορία της αντίστασης ενός λαού στη βαρβαρότητα. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει μια γενοκτονία, υπάρχουν όμως άνθρωποι που μπορούν να πεθάνουν για την αναγνώρισή της. Κι όταν η παράδοση ενός λαού δεν επαρκεί, τότε έρχεται ο μύθος για να γράψει την ιστορία του μέλλοντος.
Οι άγνωστοι είναι άγνωστοι γιατί τα ονόματα δεν αντέχουν τόση ανθρωπιά. Όπως ο άγνωστος στρατιώτης που είναι ο μόνος στρατιώτης που μπορεί ν' αντέξει το βάρος της μάχης, οι άγνωστοι είναι οι μόνοι που αντέχουν το βάρος της γενοκτονίας. Οι άγνωστοι είναι οι άνθρωποι που παραμένουν ανώνυμοι διότι παλεύουν μόνο και μόνο για τους άλλους. Όπως ο αγιογράφος που είναι γνωστός μόνο με το έργο, οι άγνωστοι είναι το έργο που δημιουργεί το ον.
Μέσα από το βλέμμα του συγγραφέα υπάρχει το όραμα μιας άλλης Θράκης που δεν κλαίει πια τη μοίρα της και που διεκδικεί τα δικαιώματά της, μιας άλλης Μαύρης Θάλασσας που πρέπει να ζήσει τον θάνατό της για ν' ανθίσει και πάλι η Ρωμανία μας.
ΠAPOYΣIAΣH TOY BIBΛIOY
«OI XOPΔEΣ TOY XPONOY»
80 σελ. (ΕΔΩ)
Από την Aνδρούλα Tουμάζου
Αθήνα, 25 Ιανουαρίου 2006
Αθήνα, 25 Ιανουαρίου 2006
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, κυρίες και κύριοι
Αυτά ακριβώς, που δεν μας επιτρέπεται με κανέναν τρόπο να ξεχνάμε, έρχεται το θεατρικό έργο του Νίκου Λυγερού «Oι Xορδές του Χρόνου» να μας επισημάνει με λόγο απλό και σαφή, με λόγο καίριο και ανυπόκριτο, με λόγο σοφό. «Κάθε λέξη του είναι μια σκέψη και μια πληγή» για γεγονότα που προσβάλλουν την ανθρωπιά και απαιτούν να υπερβούμε την ανθρωπιά μας.
Διαβάζοντάς το ήταν αδύνατο να μη γυρίσω πίσω, στην ημέρα που πρωτοάκουσα τον Νίκο Λυγερό. Νοέμβρης 2003, κοντά 30 χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή της μισής μου πατρίδας και της αγαπημένης μου γενέθλιας πόλης, της Αμμόχωστου.
Λευκωσία, πλατεία Ελευθερίας, συλλαλητήριο εναντίον ενός σχεδίου που μας καταργούσε, που έβαζε οριστικά και αμετάκλητα την ταφόπετρα επάνω μας. Θα περίμενε κανείς κοσμοσυρροή, τη μισή τουλάχιστον Κύπρο παρούσα. Αυτό φανταζόμουν πετώντας το πρωί εκείνης της ημέρας για Λευκωσία. Δεν έφταιγε η καταρρακτώδης βροχή για την περιορισμένη προσέλευση: 30 χρόνια ανεμίζαμε την παντιέρα «Δεν ξεχνώ», στην πραγματικότητα όμως οι περισσότεροι είχαμε ξεχάσει τι δεν έπρεπε να ξεχάσουμε, τι έπρεπε να θυμόμαστε. O πόνος μας είχες κλείσει τα μάτια, μας είχε στομώσει τον νου, μας είχε μικρύνει την ψυχή, μας είχε στεγνώσει την καρδιά.
ευτυχώς ήρθαν οι Άγνωστοι την ώρα που οι Άλλοι μεθόδευαν τον οριστικό μας αφανισμό, κι εμείς, παραιτημένοι και αφημένοι στη θλίψη μας, ετοιμαζόμασταν να αποδεχθούμε τα τετελεσμένα, να υπογράψουμε εν ζωή το πιστοποιητικό θανάτου μας.
O Νίκος Λυγερός ήρθε από τη Γαλλία ως προσκεκλημένος για να μιλήσει στο συλλαλητήριο. Και μίλησε. Και μας άφησε εμβρόντητους. O λόγος του ήταν 11 ακριβώς λέξεις. Έντεκα συνηθισμένες, καθημερινές λέξεις. Έντεκα και μόνο: «Tι είναι 30 χρόνια τουρκικής κατοχής. Εδώ αντέξαμε 400 και ελευθερωθήκαμε!» Πέντε μήνες αργότερα, το 76% των Κυπρίων βροντοφώναξε το ηχηρότερο OXI του 21ου αιώνα και ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων, που εκδιώχθηκαν βίαια από τις εστίες τους, προσέφευγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ζητώντας αποκατάσταση των δικαιωμάτων τους.
Mε τις «Xορδές του Χρόνου» ο Νίκος Λυγερός, αρνούμενος τη γενοκτονία της Μνήμης, ανοίγει σήμερα το δρόμο ενός άλλου αγώνα για την αποκατάσταση της αδικίας που συντελέστηκε σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου, των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Πρωτοστατεί για την αναγνώριση της εις βάρος τους γενοκτονίας, του βίαιου και παράνομου ξεριζωμού τους από τα πατρογονικά τους χώματα, της καταδίκης μιας σειράς εγκλημάτων που παραμένουν ατιμώρητα εδώ και έναν σχεδόν αιώνα.
Ας ξεκινήσουμε όμως από τον τίτλο του έργου: «Χορδές του Χρόνου». Βασικό χαρακτηριστικό του Σύμπαντος όπως και της μουσικής είναι ο ρυθμός. Χωρίς αυτόν ο ήχος θα ήταν πάταγος, άρυθμος θόρυβος. Kαι η ιστορία των λαών έχει τον ρυθμό της, τη μουσικότητά της. Όταν οι άνθρωποι –και οι λαοί– χάνουν τον ρυθμό τους, όταν δηλ. χάνουν τον ρυθμικό βηματισμό τους, το επακόλουθο είναι η πτώση.
Τέτοιες πτώσεις δεν είναι άγνωστες στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, δεν είναι όμως άγνωστη και η ανάκαμψη και η επάνοδος στην ευρυθμία, ο βαθμός της οποίας εξαρτάται από το πόσο ζωντανή παραμένει η παράδοση, πόσο ζωντανή διατηρείται η μνήμη: η μνήμη των ιστορικών γεγονότων, των αξιών, των αρχών που διαμορφώνουν την πορεία μας μέσα στον Χρόνο.
Και ο Χρόνος, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο τίτλος του έργου, επέχει θέση ενός μουσικού οργάνου, ενός εγχόρδου, μιας λύρας θα έλεγα, τόσο οικείας σε εμάς τους Έλληνες από την αρχαιότητα και τόσο δεμένης με την πορεία μας, αφού αυτή συνόδεψε διθυράμβους και παιάνες, με αυτήν τραγουδήσαμε νίκες και χαρές, λύπες και ξεριζωμούς.
O Χρόνος λοιπόν με τις χορδές του και ο άνθρωπος. Tο μουσικό όργανο και ο μουσικός. H Ιστορία και η μουσική της, η ποιότητα της οποίας εξαρτάται από τη γνώση και τη δεξιοτεχνία του ανθρώπου να χειρίζεται τις καταστάσεις, να διαχειρίζεται το παρελθόν και το παρόν για να δημιουργήσει το μέλλον. Γνώση και δεξιοτεχνία όμως που ξεκινούν από πολύ παλιά και διεισδύουν πολύ βαθιά σε κάποιες άλλες χορδές, εξαιρετικά ευαίσθητες: τις χορδές της ψυχής μας.
Αυτήν τη γνώση και τη δεξιοτεχνία έρχεται να ανασύρει στην επιφάνεια από τα βάθη της συλλογικής ψυχής και της συλλογικής μνήμης το θεατρικό έργο του Νίκου Λυγερού, σε μια εποχή εν πολλοίς άμουση, σε μια εποχή απώλειας του ρυθμού και παραγκωνισμού της Μνήμης, η οποία όμως επιμένει να υπάρχει. Και παρά τους δύσκολους καιρούς που διερχόμαστε ως ανθρωπότητα, ως επιμέρους κοινωνίες και –στην προκειμένη περίπτωση– ως Ελληνισμός, εντούτοις μας παρέχονται κάποια μέσα, καθόλου ασήμαντα μάλιστα, τα οποία έχουμε χρέος απέναντι στην ιδιότητά μας ως άνθρωποι, απέναντι στον εαυτό μας και στα παιδιά μας, να αξιοποιήσουμε για να διεκδικήσουμε δικαιώματα που και ο τελευταίος άνθρωπος στον πλανήτη δικαιούται και είναι άξιος να απολαμβάνει:
Πρώτο και βασικότερο, το δικαίωμά μας να ζήσουμε και να πεθάνουμε στον τόπο που έζησαν και δημιούργησαν οι παππούδες μας, οι γονείς μας ή και εμείς, στον τόπο που μας ανήκει και δεν ήταν επιλογή μας να εγκαταλείψουμε, αλλά παράνομα μας στέρησαν παραβιάζοντας συνθήκες που εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ και δεσμεύουν όσους τις υπέγραψαν.
Αυτήν την ευαίσθητη χορδή έρχεται με την επιδέξια δοξαριά του να ακουμπήσει το θεατρικό αυτό έργο. Επιστρατεύοντας τον συγκλονιστικά δυνατό μύθο και υφαίνοντάς τον με συνταρακτικό ρεαλισμό, προβάλλει επιτακτικό το δικαίωμα της διεκδίκησης και τον πόθο της δικαίωσης ενός τεράστιου αριθμού Ελλήνων. Ανθρώπων που η παραβιαζόμενη κατ’ εξακολούθηση συνθήκη της Λωζάνης νομιμοποιεί απόλυτα να απαιτήσουν. Αυτή η συνθήκη που μας πόνεσε πολύ, που μας στέρησε πολλά, αλλά όχι OΛA!
O συγγραφέας, λοιπόν, συνδυάζει στο έργο αυτό τη σχετικότητα της πραγματικότητας με το απόλυτο του ιδανικού και με οδηγό την υψηλή νοημοσύνη, χωρίς καθόλου να στεγνώνει το συναίσθημα, πασχίζει για το αύριο. Και χρησιμοποιώ κυριολεκτικά το ρήμα πασχίζει, γιατί άλλο ένα μάθημα που πήρα από τον Νίκο Λυγερό είναι ότι οι ιδιαίτερα προικισμένοι άνθρωποι πάσχουν για τον Άνθρωπο, υπάρχουν πάνω απ’ όλα γι’ αυτόν, θυσιάζονται γι’ αυτόν αδιαφορώντας για το προσωπικό τίμημα, λειτουργούν δηλαδή ως Προμηθείς.
Προσωποποίηση του Προμηθέα έχουμε στους δύο Αγνώστους του έργου, πρωταγωνιστές στους οποίους ο συγγραφέας δεν δίνει ονόματα, γιατί –όπως λέει χαρακτηριστικά– «τα ονόματα δεν αντέχουν τόση ανθρωπιά» και αυτοί είναι οι μόνοι που αντέχουν το βάρος της απανθρωπιάς, το βάρος της γενοκτονίας. «Oι Άγνωστοι είναι οι άνθρωποι που παραμένουν ανώνυμοι διότι παλεύουν μόνο και μόνο για τους άλλους», συμπληρώνει, και παρόλο που «κανείς δεν μπορεί να ζήσει μια γενοκτονία, υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να πεθάνουν για την αναγνώρισή της. Kαι όταν η παράδοση ενός λαού δεν επαρκεί, τότε έρχεται ο μύθος για να γράψει την ιστορία του μέλλοντος».
Εκτός όμως από τους Άγνωστους ήρωές του, ο συγγραφέας πλάθει με αδρές γραμμές άρτιους και τους υπόλοιπους χαρακτήρες, και με αριστοτεχνικούς υπαινιγμούς εγκιβωτίζει ιστορία και παράδοση χιλιάδων χρόνων σε ένα δράμα. Ένα θεατρικό έργο που μπορεί να μην ακολουθεί τη δομή, τη φόρμα και την έκταση της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, συγκεντρώνει όμως όλα τα συστατικά της: οι ήρωες είναι τραγικοί, γνωρίζουν το τέλος τους, δρουν συνειδητά, οι θεατές συμπάσχουν και η κάθαρση από το άγος, η λύτρωση από την ύβρι, επέρχεται.
Κάθαρση όμως από τι; Είναι ολοφάνερο ότι το άγος, οι βέβηλες πράξεις, τα ανοσιουργήματα στα οποία αναφέρεται το έργο είναι δύο: O βίαιος ξεριζωμός και η γενοκτονία που μας επέβαλαν οι άλλοι, αλλά και η Λήθη, η γενοκτονία της Μνήμης, που επιβάλαμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας. Ένα παιδάκι με πρησμένα από τα βασανιστήρια πόδια, ο Αλέξανδρος, παραπέμπει στον Οιδίποδα. O συσχετισμός με τον αρχαίο μύθο προκύπτει αβίαστα και υπαγορεύει το πρέπον: O Οιδίποδας πληρώνει αμαρτίες άλλων, πάσχει εξαιτίας άλλων. Πλην όμως δεν παραδίδεται. Ψάχνει την αλήθεια, αγωνίζεται, υφίσταται όλο το κόστος και λυτρώνεται. Ένα τυφλό παιδί, που βλέπει με τα μάτια της ψυχής του καθαρότερα από τους άλλους, παραπέμπει στους τυφλούς μάντεις, τα χαρισματικά, τα προικισμένα άτομα, που διέβλεπαν τις επερχόμενες συμφορές, που συμβούλευαν πώς ήταν δυνατόν να αποφευχθούν αυτές.
Στο έργο του Nίκου Λυγερού, μέσα από τις 20 σκηνές του που διαδραματίζονται αρχικά στην αθήνα, εν συνεχεία στη Θράκη και τέλος την Ίμβρο, «υπάρχει το όραμα μιας άλλης Θράκης που δεν κλαίει πια τη μοίρα της και που διεκδικεί τα δικαιώματά της, μιας άλλης Mαύρης Θάλασσας που πρέπει να ζήσει τον θάνατό της για να ανθίσει και πάλι η Pωμανία».
O συγγραφέας, λοιπόν, συνδυάζει στο έργο αυτό τη σχετικότητα της πραγματικότητας με το απόλυτο του ιδανικού και με οδηγό την υψηλή νοημοσύνη, χωρίς καθόλου να στεγνώνει το συναίσθημα, πασχίζει για το αύριο. Και χρησιμοποιώ κυριολεκτικά το ρήμα πασχίζει, γιατί άλλο ένα μάθημα που πήρα από τον Νίκο Λυγερό είναι ότι οι ιδιαίτερα προικισμένοι άνθρωποι πάσχουν για τον Άνθρωπο, υπάρχουν πάνω απ’ όλα γι’ αυτόν, θυσιάζονται γι’ αυτόν αδιαφορώντας για το προσωπικό τίμημα, λειτουργούν δηλαδή ως Προμηθείς.
Προσωποποίηση του Προμηθέα έχουμε στους δύο Αγνώστους του έργου, πρωταγωνιστές στους οποίους ο συγγραφέας δεν δίνει ονόματα, γιατί –όπως λέει χαρακτηριστικά– «τα ονόματα δεν αντέχουν τόση ανθρωπιά» και αυτοί είναι οι μόνοι που αντέχουν το βάρος της απανθρωπιάς, το βάρος της γενοκτονίας. «Oι Άγνωστοι είναι οι άνθρωποι που παραμένουν ανώνυμοι διότι παλεύουν μόνο και μόνο για τους άλλους», συμπληρώνει, και παρόλο που «κανείς δεν μπορεί να ζήσει μια γενοκτονία, υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να πεθάνουν για την αναγνώρισή της. Kαι όταν η παράδοση ενός λαού δεν επαρκεί, τότε έρχεται ο μύθος για να γράψει την ιστορία του μέλλοντος».
Εκτός όμως από τους Άγνωστους ήρωές του, ο συγγραφέας πλάθει με αδρές γραμμές άρτιους και τους υπόλοιπους χαρακτήρες, και με αριστοτεχνικούς υπαινιγμούς εγκιβωτίζει ιστορία και παράδοση χιλιάδων χρόνων σε ένα δράμα. Ένα θεατρικό έργο που μπορεί να μην ακολουθεί τη δομή, τη φόρμα και την έκταση της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, συγκεντρώνει όμως όλα τα συστατικά της: οι ήρωες είναι τραγικοί, γνωρίζουν το τέλος τους, δρουν συνειδητά, οι θεατές συμπάσχουν και η κάθαρση από το άγος, η λύτρωση από την ύβρι, επέρχεται.
Κάθαρση όμως από τι; Είναι ολοφάνερο ότι το άγος, οι βέβηλες πράξεις, τα ανοσιουργήματα στα οποία αναφέρεται το έργο είναι δύο: O βίαιος ξεριζωμός και η γενοκτονία που μας επέβαλαν οι άλλοι, αλλά και η Λήθη, η γενοκτονία της Μνήμης, που επιβάλαμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας. Ένα παιδάκι με πρησμένα από τα βασανιστήρια πόδια, ο Αλέξανδρος, παραπέμπει στον Οιδίποδα. O συσχετισμός με τον αρχαίο μύθο προκύπτει αβίαστα και υπαγορεύει το πρέπον: O Οιδίποδας πληρώνει αμαρτίες άλλων, πάσχει εξαιτίας άλλων. Πλην όμως δεν παραδίδεται. Ψάχνει την αλήθεια, αγωνίζεται, υφίσταται όλο το κόστος και λυτρώνεται. Ένα τυφλό παιδί, που βλέπει με τα μάτια της ψυχής του καθαρότερα από τους άλλους, παραπέμπει στους τυφλούς μάντεις, τα χαρισματικά, τα προικισμένα άτομα, που διέβλεπαν τις επερχόμενες συμφορές, που συμβούλευαν πώς ήταν δυνατόν να αποφευχθούν αυτές.
Στο έργο του Nίκου Λυγερού, μέσα από τις 20 σκηνές του που διαδραματίζονται αρχικά στην αθήνα, εν συνεχεία στη Θράκη και τέλος την Ίμβρο, «υπάρχει το όραμα μιας άλλης Θράκης που δεν κλαίει πια τη μοίρα της και που διεκδικεί τα δικαιώματά της, μιας άλλης Mαύρης Θάλασσας που πρέπει να ζήσει τον θάνατό της για να ανθίσει και πάλι η Pωμανία».
Ο νοητός βέβαια και ουσιαστικότερος χώρος του δράματος είναι αυτός της Λήθης, ή καλύτερα της υπνώττουσας Μνήμης, της οποίας επιδιώκεται και επιτυγχάνεται η αφύπνιση. Γιατί οι ήρωες συνδέονται με το ατομικό και συλλογικό παρελθόν με σχέση βιολογική, σχέση ομφάλιου λώρου. Η αδικία της εξουσίας, η ωμή βία, το δίκαιο της πυγμής προσκρούει στην άρνηση μιας αδέσμευτης, ασυμβίβαστης, ανυπότακτης συνείδησης που όμως δεν αποσπάται από τον κόσμο: τον κινητοποιεί, και με τον θάνατο απελευθερώνεται ή οδηγεί τον κόσμο προς την ελευθερία. Ο θάνατος εδώ δεν είναι το τέλος αλλά η αρχή ή η συνέχεια, όπως ακριβώς η συνήθης αντίληψη περί αντιθετικής σχέσης του ζεύγους μέρα - νύχτα, φως – σκοτάδι, αρχή – τέλος, ανατρέπεται, καθότι ο συγγραφέας τους προσδίδει άλλο νόημα, σηματοδοτώντας όχι αντίθεση αλλά αλληλοσυμπλήρωση, δηλ. το ένα σκέλος του ζεύγους αποτελεί προϋπόθεση για το άλλο.
Το δράμα δεν δομείται πάνω σε λαβυρίνθους και μαιάνδρους. Η δομή και η νοηματική του έχουν τόση γεωμετρική ακρίβεια και καθαρότητα ώστε, ενώ η σύλληψη της ιδέας και τα μέσα έκφρασής της χαρακτηρίζονται ως κατεξοχήν εγκεφαλικά, το έργο προκαλεί στον θεατή/αναγνώστη συνειδησιακή τρικυμία και συναισθηματικό συγκλονισμό, καθώς –πέραν των άλλων- από αρχής μέχρι τέλους γίνεται ολοφάνερη η τεράστια διαφορά που χωρίζει το «ηρωικό» από το «μέτριο γένος», η απόσταση και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που επιλέγουν να ριψοκινδυνεύσουν και αυτούς που επιλέγουν να σωπάσουν.
Μελετώντας και αναλύοντας τον ιστό πάνω στον οποίο ξετυλίγονται οι σκέψεις του Νίκου Λυγερού, εξετάζοντας τον λόγο και την τεχνική του, δεν μπορεί παρά να επισημάνει κανείς την εξοικείωση και τη συνάφειά του με μια σειρά κορυφαίων δημιουργών όπως ο Μπέκετ, ο Τσέχοφ, ο Σαρτρ, ο Καμύ, αλλά και την υφολογική πρώτιστα συγγένειά του με έργα όπως ο «Ηλίθιος», το «Έγκλημα και Τιμωρία», οι «Δαιμονισμένοι» και οι «Αδελφοί Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι.
Σε αντίθεση βέβαια με άλλους δραματουργούς προσφέρει στους ήρωές του το δικαίωμα στη θρησκευτική παραμυθία και τους αποδίδει «κτητική διάθεση» («αυτά είναι δικά μας» λένε για τη γη τους). Αυτός είναι και ο λόγος που αντιμετωπίζουν τον θάνατο με εντελώς διαφορετικό τρόπο, καθώς τους ενδιαφέρει η ζωή και γι’ αυτό θυσιάζονται. Θυσιάζονται, δεν αυτοκτονούν. Οι ήρωες στο έργο μοιάζουν να έλκονται προς τον τάφο, αλλά όχι με την έννοια της έλξης προς ένα λυτρωτικό κενό, προς ένα είδος τελικής ακινησίας. Δεν είναι απελπισμένοι, παραιτημένοι, αλλοτριωμένοι. Είναι συνειδητοί αγωνιστές και συνειδητοί μάρτυρες. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι η τραγική λύση ολοκληρώνεται. Γιατί αισθάνονται τον έρωτα ως ομορφιά, τη φιλία ως αλήθεια και, μέσα από αυτά, την εξέγερση να φτάνει στον σκοπό της.
Ασφαλώς δεν εμφορούνται όλα τα πρόσωπα του έργου από την ίδια ακριβώς φιλοσοφία, από τον ίδιο βαθμό αυτοσυνειδησίας, από την ίδια δύναμη. Τραγικότεροι είναι οι Άγνωστοι, γιατί –όντας άτομα επιλεγμένα από το πεπρωμένο και ανυψωμένα πάνω από την άμορφη μάζα των ανθρώπων– βιώνουν τον θάνατο ως το μοναδικό μέσο που τα καθορίζει και τα ολοκληρώνει.
Ωστόσο, δεν επιλέγουν οι ήρωες τον θάνατο, δεν αυτοχειριάζονται επειδή η ζωή βρίσκεται σε πόλεμο / αντιμάχεται το ιδανικό τους και επειδή αυτό το ιδανικό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ποτέ εδώ, αλλά πεθαίνουν γιατί ο θάνατός τους θα οδηγήσει στην πραγμάτωση του ιδανικού. Είναι όρος εκ των ουκ άνευ: για να ανατείλει το φως χρειάζεται νεκρούς («χιλιάδες»).
Το αναπότρεπτο της τραγωδίας εξαρτάται από ένα γνώρισμα που ενυπάρχει στον χαρακτήρα και το οποίο ωθεί στην αναζήτηση της αλήθειας και στην απονομή δικαιοσύνης, έστω και αν το τίμημα γι’ αυτό είναι ο θάνατος. Και η ζωή είναι τραγική όχι γιατί έχει ένα αναπότρεπτο τέλος, αλλά γιατί διαθέτει διάρκεια και μπορεί να παγιδεύσει την ανθρώπινη ελευθερία, μπορεί να αλλοτριώσει τον άνθρωπο.
Έτσι ο θάνατος δεν είναι το μέγιστο κακό. Από την άλλη (σε αντίθεση προς τους Γάλλους υπαρξιστές), ο θάνατος για τους ήρωες του Λυγερού δεν είναι ο απελευθερωτής από τους υποτιθέμενους περιορισμούς του (κατά τον Σαρτρ), η κλειστή πόρτα μεταξύ φρίκης και σιωπής, συνειδητή βεβαιότητα του θανάτου χωρίς ελπίδα (κατά τον Καμύ).
Ωστόσο, παρά τις τεκμηριωμένες ομοιότητες και διαφορές του Λυγερού με τους προαναφερθέντες δημιουργούς, επιτρέψτε μου να υποστηρίξω ότι η δραματουργική του δύναμη αρδεύεται από πολύ βαθύτερες πηγές. Το τεράστιο εύρος και βάθος της παιδείας και του προβληματισμού του πιστεύω ότι έχει κρηπίδα, ακρογωνιαίο λίθο και επιστέγασμα τη διάνοια και την ποιητική ευαισθησία του Σοφοκλή συνδυασμένες με τη φιλοσοφική σκέψη του Σωκράτη.
Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά από τον Σοφοκλή, ο Λυγερός επωμίζεται το βάρος της προσωπικής του ευθύνης έναντι της Ιστορίας που κουβαλεί, έναντι της κοινωνίας στην οποία ζεί, δίνοντας το «παρών» στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που την ταλανίζουν, και μέσα από τη θεατρική δημιουργία, αξιοποιώντας στο έπακρο μύθο και ιστορικά γεγονότα. Στις «Χορδές του Χρόνου» βέβαια ανιχνεύουμε όχι έναν αλλά πολλούς μυθικούς πυρήνες και θρύλους, αρχαίους (π.χ. Οιδίπους, Μεγαλέξανδρος), μεσαιωνικούς (άλωση Κωνσταντινούπολης και Τραπεζούντας) και νεότερους, καθώς και προσωπικότητες όπως ο Ρήγας και οι Φιλικοί και συγκλονιστικά γεγονότα όπως οι γενοκτονίες του 20ού αιώνα, οι οποίες μάλιστα ενοποιούνται στη θεατρική δράση ανεξάρτητα από την εθνικότητα των θυμάτων.
Το δράμα του Λυγερού μπορεί να μην είναι θρησκευτικό, η παρουσία όμως της πίστης, του θείου, της αγιότητας διατρέχουν ολόκληρο το έργο. Προσδιορίζεται η έννοια της αμαρτίας και προσφέρεται η δυνατότητα εξιλέωσης. Οι ήρωες έχουν πίστη αλλά και «χάρη», φοβούνται τον καταποντισμό στον παράλογο κόσμο και δρουν για να τον αποφύγουν. Και φυσικά δεν λείπει, αντίθετα είναι έντονη, η θεματική της σωτηρίας.
Οι «Χορδές του χρόνου» του Νίκου Λυγερού γεννήθηκαν στην Θράκη και αφιερώνονται στον ποντιακό και θρακιώτικο Ελληνισμό 23.11.2005. Προσέγγιση στο έργο από την Σύνη Αναστασιάδη, ενώ το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σπανίδη.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με το θερμό καλωσόρισμα της προέδρου των φίλων του Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης Ελένης Εφραιμίδου προς τον συγγραφέα, ιδιοφυή μαθηματικό, καθηγητή του πανεπιστημίου της Λυών και επισκέπτη καθηγητή του πανεπιστημίου Θράκης Νίκου Λυγερού και της καταξιωμένης Αλεξανδρουπολίτισσας ζωγράφου Σύνης Αναστασιάδη, αλλά και στην επιτυχή συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο Σπανίδη κάτω από τον κοινό στόχο την παρουσίαση των ντόπιων δημιουργών, των δημιουργών που αναφέρονται στην Θράκη και την αναδεικνύουν με την δουλειά τους.
Το κοινό γέμισε ασφυκτικά τον χώρο απολαμβάνοντας όλους τους ομιλητές και αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι οι Θράκες ξέρουν να εκτιμούν το έργο πνευματικών προσώπων.
Παρουσίαση του θεατρικού έργου έγινε από την ζωγράφο Σύνη Αναστασιάδη. «Το κοινό της Ξάνθης το ξέρω και το αγαπώ γιατί έχω κάνει παλιότερα μία έκθεση. Θέλω να πω την ιστορία για το εξώφυλλο του έργου για το πώς έγινε. Ο κ. Λυγερός με συγκίνησε πάρα πολύ όταν μου ανάθεσε να κάνω το εξώφυλλο για το έργο του «Χορδές του χρόνου».
Δεν είχα διαβάσει όλο το θεατρικό, είχα διαβάσει μόνο την πρώτη σκηνή και του έστειλα ένα έργο και μου απάντησε ότι «μου αρέσει σαν έργο, αλλά δεν νομίζω ότι συμπίπτει με την γενοκτονία των Ποντίων», διαβάζοντας το έργο όλο μετά έψαξα να βρω κάποιο έργο που θα μπορούσε να τιμήσει το έργο του κ. Λυγερού και κατέληξα με την σύμφωνη γνώμη του σε αυτό το εξώφυλλο που νομίζω ότι έχει αρκετά στοιχεία από το θεατρικό του.
Το έργο αυτό δεν είχε τίτλο, ανήκει σε μία ενότητα, τον υπαρξιακό προβληματισμό αλλά ήταν άτιτλο και ήταν από τα λίγα έργα που δεν είχε τίτλο γιατί συνήθως βάζω τίτλους. Δείχνει τι παιχνίδια παίζει το σύμπαν. Πιστεύω ότι δεν έμεινε χωρίς όνομα τυχαία…
Οι χορδές είναι αυτές που ακολουθούν τους ανθρώπους και τους ενώνουν την κατάλληλη στιγμή. Έτσι το είδα από την αρχή, όταν έκανα το έργο σκεφτόμουν ότι κάθε άτομο πρέπει να αγωνίζεται μόνο του με κλειστές τις πόρτες για να μην «μπαίνει ο αέρας και σβήνει το κερί», το κερί του νου και κάνει τον νου να αποσπάται. Θέλησα να σώσω σε κάθε μορφοείδωλο γυναικείο κάτι διαφορετικό, ενώ φαίνονται ότι είναι ίδια η κάθε μία έχει την δική της πορεία.
Στην αρχή είναι η γυναίκα το άτομο που δεν σκέφτεται, που είναι χαλαρό, μετά έρχεται η διαπίστωση για κάτι που την προβληματίζει και το τρίτο είναι ο αγώνας και η βοήθεια και το τέταρτο είναι ότι φτάνει στον στόχο μετά από αγώνα και μετά από πάλη».
Σ΄αυτό το πνεύμα κινήθηκε η εκδήλωση στην γειτονική πόλη όπου το κοινό γεύθηκε την σύμπραξη δύο εξαιρετικών ανθρώπων του Νίκου λυγερού φίλου της Κομοτηνής που ο Χρόνος είχε παρουσιάσει το βιβλίο του οι Σκιές του Πύργου και της Σύνης Αναστασιάδη που μιλά με τον χρωστήρα και το έργο της.
Ο ίδιος ο κ. Λυγερός, απέφυγε να αναφερθεί στα μαθηματικά, την γλωσσολογία και τις άλλες του αγάπες μέσα από την καριέρα που κάνει ως εξαιρετικός επιστήμονας και ως πρόεδρος του ιδρύματος «Αλτρουϊσμός» της Κύπρου και τόσα άλλα και περιορίστηκε στο θεατρικό έργο που ετοίμασε όταν γνώρισε την Θράκη τους ανθρώπους της και το ποντιακό στοιχείο που υπάρχει εδώ.
«Οι χορδές του χρόνου» είναι ένα βιβλίο αφιερωμένο στην Θράκη, χρησιμοποιεί κομμάτια που υπάρχουν τοπικά, δεν είναι αποδίδει το πώς είναι η Θράκη αλλά πως την βλέπω και πως θα έπρεπε να είναι μέσα από ένα όραμα!.. Το βιβλίο δεν έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα είναι ένα θεατρικό έργο, αλλά απλώς χρησιμοποιεί κάποιες εικόνες από την Θράκη και αυτό το έργο αναδεικνύει την περιοχή.
Επικεντρώθηκα ειδικά στην κοινωνία των Ποντίων, γιατί το ποντιακό στοιχείο είναι μεγάλο περιοχή, αλλά μελέτησα την κοινωνία των Ποντίων της Θράκης όπου και όχι απλά Πόντιοι του Πόντου με υποδέχτηκαν με έναν πολύ καλύτερο τρόπο από ότι σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και θα ήθελα αυτό να σημειώσω και να αναδείξω αυτόν τον συνδυασμό του θρακικού στοιχείου με το ποντιακό στοιχείο που είναι ουσιαστικά στοιχείο του ελληνισμού». Ζητήσαμε από τον Νίκο Λυγερό να μας μιλήσει για τον τέχνασμα στις περιουσίες των ελληνοκυπρίων που επιχειρεί το ψευδοκράτος.
«Αυτή η ιστορία έχει σχέση με μία εφημερίδα η οποία είναι κυπριακή και τάσσεται υπέρ του σχεδίου Ανάν. Επίσης θα πρέπει να ξέρετε ότι 19 Νοεμβρίου εκκρεμεί αναφορά για το άρθρο 159 που βρίσκεται στα κατεχόμενα και το οποίο λέει ότι «μπορούμε να δίνουμε ιδιοκτησία στους Κύπριους από την Τουρκία αλλά και τους έποικους», άρα η Τουρκία αναζητά από το τουρκικό καθεστώς να αλλάξει αυτόν τον Νόμο, έτσι ώστε αυτές οι παράνομες ιδιοκτησίες να μην ισχύουν πια, έτσι ώστε οι Ελληνοκύπριοι να διεκδικούν πιο εύκολα τις περιουσίες τους. Ήδη έχει γίνει προσπάθεια για το θέμα της αποζημίωσης και όχι και για την διάθεση χρημάτων ως προς την απόλαυση της περιουσίας.
Είναι εντελώς διαφορετικό το πλαίσιο από τις Ευρωπαϊκές προσφυγές που γίνονται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπου εκεί ζητούμε λεφτά εφόσον δεν μπορούμε να απολαύσουμε την περιουσία. Δεν πρόκειται για στείρες αποζημιώσεις δηλαδή.
Αν το κάνουν αυτό οι Ελληνοκύπριοι δεν θα μπορούν πια να πηγαίνουν, άρα θα έλεγα ότι είναι μία αναμενόμενη αντεπίθεση που είχε γίνει ήδη από τον Ντενκτάς που είχε προτείνει αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε και δεν υπήρξε καμία περίπτωση από Ελληνοκύπριο να χρησιμοποίησε αυτό το προνόμιο». Μετά το τέλος της εκδήλωσης πραγματικά άνοιξαν πολλές συζητήσεις για την Θράκη ή την τέχνη, αφού το κοινό πραγματικά απόλαυσε την παρουσία του κ. Λυγερού. Ν.Α.
«Οι χορδές του χρόνου» Νίκου Λυγερού
Εκδ. Σπανίδη, 2005 σελ. 80
βιβλιοπαρουσίαση Ελένη Εφραιμίδου - Ποιήτρια
14/01/2006
Στις «χορδές του χρόνου», στο νέο Θεατρικό του κείμενο, ο Νίκος Λυγερός, στήνει το αρχικό σκηνικό του πάνω σ' ένα ταξί.
Δύο άγνωστοι σιωπηλοί, φερμένοι απ' τα παλιά, απ' το εκεί μιας χαμένης πατρίδας, διασχίζουν τους δρόμους της Αθήνας με προορισμό την αναζήτηση μιας Αρχής.
Αυτός που οδηγεί τους περίμενε δίχως να γνωρίζει ποιους και τι περιμένει. Είναι αυτός που τους μεταφέρει σαν φως στη γραμμή του Ορίζοντα νοσταλγώντας κι αυτός την ίδια πατρίδα.
Ο Χρόνος, λέξη κλειδί, πλανιέται γύρω τους. Χρόνος χορδή που ξυπνάει τη μνήμη, το παρελθόν που δεν αλλάζει, το μέλλον που δεν υπάρχει όταν το παρελθόν στήνεται πάνω σε λάθη και ξεχνιέται.
«πού πρέπει να πάμε τώρα;» αναρωτιούνται
«εκεί που κρύβεται η γέφυρα»
«στο ακίνητο καράβι»
«εκεί άρχισε το ταξίδι, εκεί πρέπει να πάμε»
Το ακίνητο καράβι. Σημείο μηδέν. Έννοια αντιφατική, αρχή και τέλος. Τέλος και αρχή του ταξιδιού, αντιθέσεις μιας αρμονίας γιατί «Έτσι ξημερώνει ο κόσμος». Πρόσωπα ξεχασμένα, αγνοημένα, θαμμένα στο σταματημένο χρόνο ψάχνουν το φως. Λόγια στα όρια του παραλόγου, μορφές που στέκονται θρυμματισμένες στη λήθη προσπαθώντας να συναρμολογήσουν τη γνώση για να περάσουν στο μέλλον.
«Το ταξί είναι η αρχή του ταξιδιού», και το ταξίδι η μνήμη.
Θεατρικό, φιλοσοφικό, ποιητικά δοσμένο κείμενο του Λυγερού, με καταδύσεις σε έννοιες υπαρξιακές, χαρακτήρες που ξεπροβάλουν απ' τη μοναξιά του χρόνου, το αγνοημένο παρελθόν, αγνοούμενοι κι αυτοί της ζωής. Το πνεύμα του μύθου, η Ελληνικότητα που χάνεται, οι χαμένες πατρίδες, ένας Αλέξανδρος που ψυχορραγεί.
Σιωπή, λάθη σπασμένες χορδές που πληγώνουν τη μνήμη, μια πατρίδα που αγωνίζεται να περάσει στο φως.
Η Ίμβρος, η Τένεδος, η Τραπεζούντα, νησιά και πόλεις, όπου ο χρόνος πεθαίνει κι οι άνθρωποι γίνονται σκλάβοι, δεμένοι στην καταδίκη μιας υπογραφής.
Ο Νίκος Λυγερός με το κείμενό του αυτό επαναστατεί για το σύνορο και παράλληλα κατορθώνει με τις εκφραστικές δυνατότητές της διαλογικής γλώσσας να προεκτείνει τις έννοιες πέρα από τις λέξεις καθώς και να ενσωματώσει τα όνειρα, τις ιδέες, το παράλογο και το ουτοπικό των ανθρώπων μέσα στην σύγχρονη πραγματικότητα. (ΕΔΩ)
Πριν να αναφερθούμε στο νέο θεατρικό έργο του Ν. Λυγερού στις «Χορδές του χρόνου», θεωρώ σκόπιμο να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στα δύο προηγούμενα θεατρικά του κείμενα στις «Σκιές του Πύργου» και στο «Σταυροδρόμι του γαλάζιου», γιατί αποτελούν το μέρος μιας τριλογίας του συγγραφέα, της οποίας το τρίτο μέρος κρατάμε στα χέρια μας σήμερα.
Η αναδρομή αυτή θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τη θεωρία, τη σκέψη, το φιλοσοφικό στοχασμό, την κοσμοθεωρία του Νίκου Λυγερού, που αναπτύσσεται γενικότερα μέσα σ’ αυτά τα έργα. Γιατί είναι θεατρικά και όχι αφηγηματικά ή δοκίμια φιλοσοφικού στοχασμού, μια και διαβάζοντάς τα κανείς μόνος του κατανοεί καλύτερα τα νοήματα; Πιστεύω πως ο συγγραφέας αναζήτησε μια πιο κοινωνική μορφή τέχνης, όπως είναι το θέατρο που με την παραστατικότητα του δραματικού του λόγου, καθώς και τη διασταύρωση σκέψεων, εννοιών, βιωμάτων και εποχών, ακόμη και εικόνων δίχως καμιά συνοχή, δίνει μεγαλύτερη δυνατότητα αφομοίωσης των μηνυμάτων του στο κοινό. Ένα φιλοσοφικό δοκίμιο ίσως - ίσως να μην μπορούσε να μεταφέρει ακριβώς και με λογικά επιχειρήματα το παράλογο της ζωής και της ύπαρξης του κόσμου τούτου. Η δε αφαίρεση που επιχειρείται με τη δημιουργία της παραστατικής εικόνας, δίνει τη δυνατότητα της προέκτασης των αφηρημένων εννοιών. Μέσα από την παραστατικότητα ενός μύθου υπογραμμίζεται εντονότερα το δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Ο άνθρωπος είναι το τραγικότερο ον απ' όλα τα όντα, γιατί γνωρίζει ότι θα πεθάνει. Γνωρίζει επίσης ότι όλα θα χαθούν στη λήθη, ότι, κι αν ακόμη ο κύκλος της ζωής του επαναληφθεί, δε θα θυμάται τίποτα. Αυτό που κάποτε βίωσε ως ευτυχία, μπορεί να υπήρξε στο όνειρο της ζωής ή στην αμεριμνησία της ανυπαρξίας. Η γεύση αυτής της αίσθησης και αυτής της μουσικής τον ακολουθεί, ενώ η μνήμη χάνεται. Η ανάμνηση ενός χαμένου Παραδείσου, μια χαμένη πατρίδα που πάντα ονειρευόμαστε και περιμένουμε να ξαναβρούμε πολλές φορές, χωρίς να γνωρίζουμε τι περιμένουμε, είναι η αναζήτηση της αθανασίας. Και ενώ «είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει / κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός», γράφει ο ποιητής Γ. Σεφέρης.
Το παράλογο και το αντιφατικό της ανθρώπινης ψυχής και μοίρας απέδωσε πρώτη η αρχαία ελληνική τραγωδία με τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, όπως και η ελληνική μυθολογία με τους μύθους του Ορφέα, του Προμηθέα, του Πρωτέα. Η εικόνα του σπηλαίου επίσης στον Πλάτωνα με το φως στο βάθος και τις σκιές που παίζουν περνώντας από μπροστά του, είναι το παιχνίδι της ψυχής με τον εαυτό της. Η ψυχή βρίσκει τον εαυτό της τη στιγμή ακριβώς που τον χάνει.
Πατώντας γερά σ' αυτές τις αρχές και πάνω στις αρχές της σύγχρονης φιλοσοφίας του 19ου και του 20ου αιώνα, ο συγγραφέας στήνει τα σκηνικά αυτού του παραλόγου και το δικό του αντίλογο με όραμα να ξαναβρεθεί ο ουρανός που χάνεται. Όλα υπάρχουν, για να πάψουν να υπάρχουν και παύουν να υπάρχουν, για να ξαναϋπάρξουν. Πεθαίνουν, για να γεννηθούν. Αιτία η αρχή. «Κάθε ιστορία έχει και μια αρχή», γράφει. Κάθε ύπαρξη το ίδιο. Ο κύκλος της ζωής έχει τη δική του αυτοδύναμη κίνηση και συνέπεια.
Οι ήρωές του στις «σκιές του πύργου» υπάρχουν σε μια κοινωνία που δεν έχει ουρανό και κρύβουν τα φτερά τους, γιατί δεν μπορούν να πετάξουν. Εγκλωβισμένοι εδώ, σ’ αυτό το χρόνο, χρόνο παρόντα, φυλακή, στις μίζερες καθημερινές κοινωνικές συνθήκες υποταγής, ασφυκτιούν. «Πώς να περπατήσεις, όταν έχεις μόνο φτερά», γράφει. Φαινομενικά ζουν, ενώ δε ζουν πραγματικά. Πόσο επίκαιρος μπορεί να είναι ο άνθρωπος του παρόντος, όταν το παρελθόν και το μέλλον αποκόβονται από την ύπαρξή του; Σαν ένα αναπόσπαστο και αδιαχώριστο κομμάτι του σύμπαντος ο άνθρωπος εμπεριέχεται παράλληλα σε ολόκληρο το φάσμα του χρόνου, που όμως είναι υποχρεωμένος να τον συμπεριλάβει σε μια μικρή χρονική στιγμή, το παρόν. «Ο κόσμος είναι ένας γυάλινος πύργος», γράφει, όπου όλα είναι διάφανα και παρόντα παντού. O άνθρωπος είναι μια «είδηση του παρελθόντος», ένας «πύργος μνήμης» που στο κορμί του σταματά η λήθη του κόσμου. Κάθε άνθρωπος ένα σύνορο, ένας φύλακας της μνήμης ,που αποκαλύπτεται στο παρόν.
Ο Νίτσε έγραφε στον «ανεπίκαιρο στοχασμό» του ότι φτάνει σε τόσο «ανεπίκαιρες» εμπειρίες μόνο ως «τρόφιμος παλαιοτέρων καιρών». Στη σχέση του με το χρόνο ο άνθρωπος μπορεί να είναι «του σήμερα και του άλλοτε», «του αύριο, του μεθαύριο και του κάποτε». Μπορεί να υπάρξει στις τρεις διαστάσεις του χρόνου. Σ’ ένα χρόνο άχρονο, έννοια στατική και παράλληλα ρευστή.
«Μόνο τ’ ακίνητα ταξίδια μας πάνε πραγματικά μακριά», γράφει ο Ν. Λυγερός στο «Σταυροδρόμι του γαλάζιου», «η πόλη σου είναι ένα ακίνητο ταξίδι». Η ακινητοποίηση αυτής της στιγμής είναι μια στιγμή αποκάλυψης. Στιγμή που στο παρόν ενώνεται το χρονικό με το υπερχρονικό και φωτίζονται όλα. Είναι η στιγμή που η ζωή ενώνεται με το θάνατο και ο άνθρωπος επικοινωνεί με τους νεκρούς. Είναι το ακίνητο κενό. Η σιωπή. Το ενδιάμεσο. Η Διοτίμα του Πλάτωνα. Η φράση του Σεφέρη στο ποίημά του Ο βασιλιάς της Ασίνης «ο ποιητής ένα κενό». Η στιγμή αυτή απασχόλησε πολύ σοβαρά τους πιο αξιόλογους ποιητές μας στην ιστορία της ελληνικής ποίησης, αλλά και τους διανοητές όλων των αιώνων. «Η καρδιά του ανθρώπου, αν σταθεί στη μέση του σταυρού, βρίσκεται μέσα στο λόγο, στον αιώνιο λόγο», ερμηνεύουμε σε παράφραση ένα νόημα εμβλήματος του Λούθηρου, στα 1530. Η κάθετη και παράλληλη γραμμή του σταυρού, το σημείο που ενώνονται η γη και ο ουρανός, το εφήμερο και το αιώνιο είναι η καρδιά που χτυπά πάντα και αιώνια, ο αληθινός λόγος του ανθρώπου.
Υπάρχοντας σε όλες τις διαστάσεις του χρόνου ο άνθρωπος, ο Ν. Λυγερός υποστηρίζει στα έργα του ότι ο άνθρωπος κουβαλάει μέσα του πολλές ψυχές και κατά συνέπεια τον πόνο και τη θλίψη όλου του κόσμου. Η ζωή είναι ένα όνειρο τελικά, το οποίο ζει ο άνθρωπος στο πέρασμά του απ’ αυτήν; Αναρωτιέται. Το παρόν υφίσταται σαν πραγματικότητα και σαν αιωνιότητα; Η αρχαία ελληνική αντίληψη για το χρόνο (Αριστοτέλης) δέχεται το παρόν ως «τώρα» και το αληθινό παρόν είναι η αιωνιότητα, η οποία ενυπάρχει στο χρόνο.
Ο λόγος του Ν. Λυγερού είναι ερμητικός και δύσκολος, γιατί εισχωρεί βαθιά στα σκοτεινά και ανεξερεύνητα τοπία της ανθρώπινης ύπαρξης και μοίρας. Χρησιμοποιεί σύμβολα και μεταφορές, για να πλησιάσει περισσότερο την αλήθεια, γιατί η θέαση των πραγμάτων είναι άρρητη κι η γλώσσα αδύναμη να απεικονίσει τα σημαινόμενα. Η έρημος, ο χρόνος , η μνήμη, η αθανασία… Ψάχνει το Μεσολόγγι των ανθρώπων και την ελευθερία. Την ιδέα που πρώτοι οι Έλληνες έσπειραν και την ελληνικότητα σαν στάση ζωής του ανθρώπου. Θεώρησα απαραίτητη αυτή την αναφορά στα προηγούμενα θεατρικά του, για να μπορέσουμε να κατανοήσομε καλύτερα τις «χορδές του χρόνου». Έτσι θα μπορέσουμε να αναφερθούμε εν συντομία σ’ αυτό.
Εδώ το είδωλο της αφηρημένης και χαμένης πατρίδας γίνεται πιο συγκεκριμένο ή παράλληλα συγκεκριμένο. Είναι η Ίμβρος, η Τένεδος, η Τραπεζούντα, η Κωνσταντινούπολη. Προπύργια του ελληνισμού που δέχτηκαν τη μοίρα τους και βυθίστηκαν στο παρελθόν. Μια τραγωδία του ελληνισμού που ταυτίζεται με την τραγωδία της ανθρώπινης ψυχής. Οι άγνωστοι που έρχονται από ‘κεί είναι σιωπηλοί, διασχίζουν μ’ ένα ταξί τους δρόμους της Αθήνας ψάχνοντας μια καινούργια αρχή και μια αναγέννηση του ελληνικού πνεύματος και ψυχής. Ενυπάρχουν στο παρόν, στο παρελθόν και το μέλλον και ποθούν να γεφυρώσουν το χάσμα μιας πατρίδας που κόπηκε στα δύο. Ο χρόνος σαν μια σπασμένη παράφωνη χορδή υπογραμμίζει το σιωπηλό σκηνικό. Σέρνεται στον αέρα.
«Πού πρέπει να πάμε τώρα;», αναρωτιούνται.
«Εκεί που κρύβεται η γέφυρα».
«Στο ακίνητο καράβι».
«Εκεί άρχισε το ταξίδι, εκεί πρέπει να πάμε».
Το ακίνητο καράβι. Σημείο μηδέν. Σημείο όπου ενώνονται η αρχή και το τέλος, η ζωή και ο θάνατος και ο κόσμος φωτίζεται. Έννοια αντιφατική που δημιουργεί.
Τα άγνωστα πρόσωπα περιφέρονται αγνοημένα στη λήθη. Είναι μορφές που περιμένουν σ’ όλα τα πεδία του χρόνου το ξύπνημα της μνήμης, για να περάσουν στο μέλλον. «Το ταξί είναι η αρχή του ταξιδιού» και το ταξίδι η μνήμη.
Φιλοσοφικά και ποιητικά δοσμένα και τα τρία αυτά έργα του Ν. Λυγερού με καταδύσεις σε έννοιες υπαρξιακές, χαρακτήρες που ξεπροβάλλουν από τη μοναξιά του χρόνου, το αγνοημένο παρελθόν, αγνοούμενοι κι αυτοί της ζωής. Το πνεύμα του μύθου, η ελληνικότητα που χάνεται, οι χαμένες πατρίδες, που αναφέραμε, ένας Αλέξανδρος που αγωνίζεται να σώσει τα θρύψαλα της εικόνας του. Σιωπή και λάθη, σπασμένες χορδές του χρόνου που μόνο η μνήμη μπορεί να εναρμονίσει. Μια πατρίδα που αγωνίζεται να περάσει στο φως.
Οι ήρωες στα έργα του Λυγερού δε συμπεριφέρονται ούτε με απάθεια σ’ ένα παράλογο κόσμο, όπως οι ήρωες στον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμύ ούτε με καρτερικότητα, όπως οι ήρωες του Σάμουελ Μπέκετ στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», περιμένοντας κάτι που δεν έρχεται σε μια κοινωνία που καταρρέει. Είναι ήρωες που επαναστατούν για ό,τι έχει χαθεί. «Για μας δεν υπάρχει τέλος, μόνο αρχή», λένε. Πατούν τη λήθη του θανάτου και λυτρώνονται μες από τη μνήμη. Αγωνίζονται να φέρουν πίσω την Ευρυδίκη από τον Άδη στο φως. Κάθε άνθρωπος ένα σύνορο, ένας φύλακας της μνήμης. Το μήνυμα που διαπερνάει την τριλογία αυτή και ο συγγραφέας κατορθώνει με τις εκφραστικές δυνατότητες της διαλογικής γλώσσας να προεκτείνει τις έννοιες πέρα από τις λέξεις, καθώς και να ενσωματώσει τα όνειρα, τις ιδέες, το παράλογο και το ουτοπικό των ανθρώπων μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα. (εδώ)
Ξάνθη, Ιανουάριος 2006
Το έργο του Ν. Λυγερού «Οι χορδές του χρόνου» δεν είναι απλά ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό σενάριο. A υτά είναι η αφορμή, ο λόγος. To έργο αυτό είναι μια αναφορά στην ποντιακή μνήμη και όχι μόνο.
Δεν είναι ένα έργο καταναλώσιμο, με ωραία, συμβατική και ίσως αγωνιώδη πλοκή που σε καθηλώνει για να δεις τη συνέχεια. Είναι ένα έργο με λόγο λιτό, δωρικό, που εκπέμπει πολλαπλά, πολυσήμαντα μηνύματα. Αυτή η λιτότητα οφείλεται στο βαθύ σεβασμό του συγγραφέα απέναντι στο Ολοκαύτωμα των Ποντίων.
Είναι ένα έργο πλημμυρισμένο από λέξεις – σύμβολα, τεράστιου βάρους και πυκνότητας. Κάποιοι «άγνωστοι», ένας ταξιτζής που τους περιμένει ξέροντας από πριν ότι θάρθουν, ένας ζωγράφος που αποτυπώνει την ιστορία, ένας πληγωμένος μικρός Αλέξανδρος που ψυχορραγεί, ένα ακίνητο καράβι ως αρχή και τέλος του ταξιδιού, ένας Ιάκωβος ως ο δάσκαλος και αναπαραγωγός της μνήμης της νέας γενιάς, η Ίμβρος ως πύλη στην Ανατολή, πρόσωπα που ψάχνουν το φως, πανάρχαιοι ελληνικοί μύθοι στα όρια της λήθης, σπαράγματα ανθρωπιάς και ήθους. Μελετώντας το έργο για πρώτη φορά, άρχισα να σημειώνω τις λέξεις - συμβολισμούς, που εξέπεμπαν σημαντικά κατά την άποψή μου, μηνύματα. Εγκατέλειψα όμως την προσπάθεια, γιατί βρέθηκα σ' ένα ωκεανό τέτοιων λέξεων, που κατακλύζουν όλο το έργο.
«Χορδές του χρόνου» είναι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που έρχονται από μακριά στο χρόνο, ως υποκείμενα της ιστορίας, για να προετοιμάσουν το μέλλον. Που θυσιάζονται για τους άλλους.
Είναι ένα έργο άσκησης της νόησης, κατάδυσης στην ελληνικότητα, στο μύθο, στις αλησμόνητες κι όχι χαμένες πατρίδες, γιατί οι πρωταγωνιστές του αρνούνται τη λήθη, αρνούμενοι να συμμετάσχουν στη γενοκτονία της μνήμης.
Ο συγγραφέας μέσα στη θάλασσα της λήθης ανακαλύπτει τις ψηφίδες της μνήμης, τις συγκεντρώνει προσεκτικά και μ' αυτές σιγά - σιγά ολοκληρώνει το έργο, που είναι η ιστορία αντίστασης ενός λαού απέναντι στη βαρβαρότητα.
Οι πρωταγωνιστές του έργου είναι «άγνωστοι». Δεν έχουν ονόματα, γιατί τα ονόματα δεν αντέχουν τόση ανθρωπιά. Είναι «άγνωστοι» γιατί παραμένουν ανώνυμοι, γιατί αγωνίζονται για τους άλλους. Όπως ο Άγνωστος Πόντιος στρατιώτης του Μεσαίωνα, που άντεξε το βάρος της μάχης, έκανε το καθήκον του και έμεινε ανώνυμος νεκρός, «σα πέραν κι αν τ' ελάτια», μέχρι νάρθει ο «Αητενς π' επαραπέτανεν» για να τον περάσει στην ιστορία. Οι «άγνωστοι» είναι αγιογράφοι, στους οποίους έχει ιδιαίτερη προτίμηση ο συγγραφέας γιατί παραμένουν ανώνυμοι, αφού έχουν επιτελέσει το έργο τους.
Οι «άγνωστοι» έρχονται από την Ιστορία, απ' το «εκεί» μιας αλησμόνητης πατρίδας, διασχίζουν τη σύγχρονη Αθήνα, με προορισμό την αναζήτηση μιας Αρχής από «εδώ». Όσους προέρχονται από το «εκεί», τους αναγνωρίζουν από «τη νοσταλγία του φωτός που λάμπει στα μάτια τους» . Αυτό το φως τους κάνει ν' αναγνωρίζονται μεταξύ τους γιατί έχουν βιώσει όλοι το ίδιο πάθος.
Πρόκειται για πρόσωπα λησμονημένα στο βάθος της ιστορίας, στις συλλογικές μας αναπαραστάσεις. Εκπέμπουν ελληνικότητα, ερχόμενα από τα βάθη του χρόνου, όπου έχουν ταφεί για αιώνες. Ψάχνοντας το φως που θα τα φέρει στο προσκήνιο της ιστορίας, έρχονται στο «εδώ». Κινούνται μεταξύ ορατού και αοράτου, μεταξύ μνήμης και λήθης, μεταξύ ιστορίας και πραγματικότητας.
Ο λόγος του συγγραφέα καταλυτικός, εκπέμπεται στα όρια του παραλόγου, διαλύει το παρόν, ανασυνθέτοντας τα κομμάτια της μνήμης για να διαμορφώσει το μέλλον. Οι σύντομοι, κοφτοί διά-λογοι, γίνονται στα χέρια του ισχυρό εκφραστικό εργαλείο προέκτασης των εννοιών στο διηνεκές του παρελθόντος και του μέλλοντος, μέσα τους ενσωματώνει τα όνειρα, τις αξίες, τους συμβολικούς τόπους, όπου ο χρόνος πεθαίνει και οι άνθρωποι αιχμαλωτίζονται στην καταδίκη μιας υπογραφής.
Υπερευαίσθητος δέκτης μηνυμάτων ο Νίκος Λυγερός, ενσωματώνει στο έργο του ότι τον συγκινεί από αυτά που εισέρχονται στο δικό του κόσμο. Θυμάμαι ότι πριν από μήνες του χάρισα ένα δίσκο με τον Ποντιακό Ακριτικό Κύκλο, όπου περιλαμβάνονται μερικά πολύτιμα διαμάντια της ποντιακής μουσικής ιστορικής παράδοσης που έρχονται στις μέρες μας από το 10 ο ακόμη αιώνα. Την άλλη μέρα έλαβα ένα μήνυμα με μια συγκλονιστική ανάλυση με ένα λόγο δωρικής λιτότητας του ποντιακού θρήνου της Άλωσης, που με προκάλεσε δέος. Γνωρίζω πλέον καλά ότι πολλά από αυτά που βιώνει σήμερα, τον εμπνέουν ήδη, οδηγώντας το δημιουργικό του οίστρο στο επόμενο δημιούργημά του.
Γοητευμένος ο συγγραφέας από τη δυναμική του ποντιακού ελληνισμού, τον παροτρύνει, χωρίς να σταματήσει να αναπαράγει τη ζωή που υπήρχε εκεί, να προχωρήσει ταυτόχρονα στην ουσία. Γνωρίζει ότι το ήθος των Ποντίων μπορεί να ανανεώσει τη νεοελληνική κοινωνία με ελληνικές ιδέες, αξίες και πρότυπα, που βρίσκονται απωθημένα στο συλλογικό της υποσυνείδητο. Ότι οι συλλογικές αναπαραστάσεις των Ελλήνων επιβιώνουν πολύ έντονα στην ποντιακή συνείδηση. Παράδειγμα οι χοροί των Ποντίων, που στηρίζονται στον κύκλο, ένα κύκλο που είναι μικρός, γιατί μικρός είναι ο χώρος του Πόντου, μια χούφτα χώμα ανάμεσα στα ποτάμια και τα παρχαρομύτια, στις αϊτοφωλιές των αδιαπέραστων βουνών του. Σ' αυτό το χορό, που από αιώνες μέχρι σήμερα εκεί έχει το ίδιο όνομα «χορόν», που το πάθος για ζωή ξεχειλίζει, δεν υπάρχουν αρχιχορευτές που να ηγούνται των άλλων, στον ποντιακό χορό όλοι είναι ίσοι.
Γι' αυτό αγωνίζεται δίπλα και στους Ποντίους. Με τον «Αλτρουϊσμό» ως πυξίδα, με τη στρατηγική ως εργαλείο. Μετά την εμπειρία της Κύπρου, όπου πέτυχε το αδύνατο, έρχεται μέσα από το έργο του αυτό να προτείνει εκείνο που και σήμερα ίσως κάποιοι θεωρήσουν αδύνατο. 1400 προσφυγές Κυπρίων από τα κατεχόμενα, που οργανώθηκαν και κατατέθηκαν στο Ειδικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, βρίσκονται ήδη στο δρόμο της δικαίωσης. Αυτό, σε συνδυασμό με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, ανέτρεψε το σκηνικό στην Κύπρο. Δεν είναι τυχαίο ότι το σχέδιο Ανάν, εκτός των άλλων, διέγραφε αυτές τις προσφυγές.
Αξιολογώντας και αξιοποιώντας τα δεδομένα, με το έργο του που παρουσιάζουμε σήμερα προτείνει και στους Ποντίους - και όχι μόνο – ν' ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο, διεκδικώντας όλα όσα αναγκάστηκαν ν' αφήσουν οι πρόγονοί τους με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν είναι μόνο τα υλικά που τον ενδιαφέρουν, αλλά πρωτίστως τα άϋλα, τα αιώνια. Είναι τα σύμβολα, τα μνημεία, τα σπίτια, οι τόποι. Είναι όλα αυτά που δεν άφησαν τις ψυχές των νεκρών να ξαποστάσουν.
Η πρόταση αυτή έχει σχετική αξία όταν το λέει οποιοσδήποτε. Όταν όμως την καταθέτει ο Νίκος Λυγερός, που έχει στα χέρια του εργαλεία μοναδικά, όπως η θεωρία των παιγνίων, που απαντά σε κάθε πρακτικό πρόβλημα, η στρατηγική, που επικεντρώνει την προσπάθεια μόνο στην ουσία των πραγμάτων, που έχει αποδείξει ότι «δεν ασχολείται με χαμένες υποθέσεις», τότε οφείλουμε να τον ακούσουμε προσεκτικά.
Όσοι από μας δεν κατανοούν τι είναι σημαντικό να κάνουμε, πρέπει να δουν και να ερμηνεύσουν τις ενέργειες του αντιπάλου. Να δουν τι είναι εκείνο που κυρίως ενοχλεί την άλλη πλευρά, γιατί αυτό διδάσκει η στρατηγική. Στην περίπτωση για παράδειγμα του κυπριακού, αυτό που κυρίως ενοχλούσε την Τουρκία δεν ήταν μόνο οι διαμαρτυρίες των Κυπρίων, ο αγώνας τους, τα συλλαλητήρια. Ήταν και αυτά, αλλά όχι κυρίως αυτά. Πολύ μεγαλύτερη αξία είχαν γι' αυτήν οι 1.400 προσφυγές, γι' αυτό και απαίτησε από τους διαμορφωτές του σχεδίου Ανάν να προβλέψουν στο σχέδιο τη διαγραφή τους. Αυτό το μήνυμα οφείλουμε να το εισπράξουμε για να είναι αποτελεσματική η δράση μας.
Πολλά χρόνια τώρα αγωνιζόμαστε για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων από το τουρκικό κράτος. Γνωρίζουμε ότι ο ηθικός αυτός αγώνας είναι άνισος, για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι ο χαρακτήρας του σημερινού τουρκικού καθεστώτος, που ποτέ δεν πρόκειται να αναγνωρίσει τη γενοκτονία αν δεν εξαναγκαστεί από αποτελεσματικές πρωτοβουλίες, γιατί διαφορετικά θα είναι σαν να αρνείται τον εαυτό του, γιατί το νέο τουρκικό κράτος θεμελιώθηκε στις γενοκτονίες των λαών που έζησαν εκεί για αιώνες. Η πρόταση του Νίκου Λυγερού αποτελεί μια εντυπωσιακή υπέρβαση του σημερινού τοπίου, συνδέει το 1923 (χρονιά που έχουμε την παραγωγή γεγονότων από την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης) με το 2006. Καθιστά την Ιστορία παρόν, ξαναγράφοντάς την. Μας απομακρύνει από τα πολιτικά παρασκήνια, τους συσχετισμούς δυνάμεων, τις σκοπιμότητες των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μας πάει στο πεδίο του θεσμοθετημένου σημερινού πολιτισμού, αξιοποιώντας με θαυμαστό όσο και απλό τρόπο τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρει. Αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε αν φανταστούμε μια σειρά προσφυγών σημερινών απογόνων εκείνων των υπέροχων Ποντίων και Μικρασιατών που εγκατέλειψαν την ψυχή τους το 1922 στην ιστορική τους πατρίδα για ν' αποφύγουν τη γενοκτονία, να καταθέτουν προσφυγές, οι οποίες θα έχουν θετική έκβαση. Τότε η Ιστορία θα έχει διαφορετική εξέλιξη. Όχι εκείνη που ζήσαμε. Τότε θα δούμε τα δάκρυα των προσφύγων της πρώτης γενιάς, να τελειώνουν κι ένα χαμόγελο ν' ανθίζει. Προσπαθώ να δω σ' αυτή την περίπτωση προσεκτικά την έκφραση της ιστορίας. Και βλέπω σε μια ατέλειωτη σειρά όλες μαζί τις μυθικές μορφές και το απαράμιλλο τοπίο ν' αλλάζει: τους Ακρίτες και το Μάραντο, το Χρύσανθο και το Βασίλ Αγά, τον Ευκλείδη και τα παλικάρια της Σάντας, τις καταπράσινες πλαγιές, τα ποτάμια και τα παρχαρομύτια, τα μανουσάκια ν' ανθίζουν δίπλα στους γκρεμούς, το Δήμο τον Κεμεντζετζή να μαγεύει με τις χαρούμενες τώρα δοξαριές του, τις εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς να σηκώνονται και να στήνουν χορό και «με το ρυθμό του κεμεντζέ» να «χτυπούν την ιστορία». Και τότε γαληνεύω. Γαληνεύουμε. Γιατί θα έχουμε αποδείξει όχι μόνο ότι δε λησμονούμε, αλλά και ότι ξέρουμε ν' αγωνιζόμαστε αποτελεσματικά για το δίκιο, την αλήθεια, την ειρήνη.
Οφείλουμε να δούμε κατάματα την πραγματικότητα και ν' αποφασίσουμε. Γιατί όσοι αγνοούν ή λησμονούν την ιστορία τους, είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν.
Πηγή: Ν. Λυγερός λόγοι σοφίας / Books N. Lygeros
Το δράμα δεν δομείται πάνω σε λαβυρίνθους και μαιάνδρους. Η δομή και η νοηματική του έχουν τόση γεωμετρική ακρίβεια και καθαρότητα ώστε, ενώ η σύλληψη της ιδέας και τα μέσα έκφρασής της χαρακτηρίζονται ως κατεξοχήν εγκεφαλικά, το έργο προκαλεί στον θεατή/αναγνώστη συνειδησιακή τρικυμία και συναισθηματικό συγκλονισμό, καθώς –πέραν των άλλων- από αρχής μέχρι τέλους γίνεται ολοφάνερη η τεράστια διαφορά που χωρίζει το «ηρωικό» από το «μέτριο γένος», η απόσταση και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που επιλέγουν να ριψοκινδυνεύσουν και αυτούς που επιλέγουν να σωπάσουν.
Μελετώντας και αναλύοντας τον ιστό πάνω στον οποίο ξετυλίγονται οι σκέψεις του Νίκου Λυγερού, εξετάζοντας τον λόγο και την τεχνική του, δεν μπορεί παρά να επισημάνει κανείς την εξοικείωση και τη συνάφειά του με μια σειρά κορυφαίων δημιουργών όπως ο Μπέκετ, ο Τσέχοφ, ο Σαρτρ, ο Καμύ, αλλά και την υφολογική πρώτιστα συγγένειά του με έργα όπως ο «Ηλίθιος», το «Έγκλημα και Τιμωρία», οι «Δαιμονισμένοι» και οι «Αδελφοί Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι.
Σε αντίθεση βέβαια με άλλους δραματουργούς προσφέρει στους ήρωές του το δικαίωμα στη θρησκευτική παραμυθία και τους αποδίδει «κτητική διάθεση» («αυτά είναι δικά μας» λένε για τη γη τους). Αυτός είναι και ο λόγος που αντιμετωπίζουν τον θάνατο με εντελώς διαφορετικό τρόπο, καθώς τους ενδιαφέρει η ζωή και γι’ αυτό θυσιάζονται. Θυσιάζονται, δεν αυτοκτονούν. Οι ήρωες στο έργο μοιάζουν να έλκονται προς τον τάφο, αλλά όχι με την έννοια της έλξης προς ένα λυτρωτικό κενό, προς ένα είδος τελικής ακινησίας. Δεν είναι απελπισμένοι, παραιτημένοι, αλλοτριωμένοι. Είναι συνειδητοί αγωνιστές και συνειδητοί μάρτυρες. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι η τραγική λύση ολοκληρώνεται. Γιατί αισθάνονται τον έρωτα ως ομορφιά, τη φιλία ως αλήθεια και, μέσα από αυτά, την εξέγερση να φτάνει στον σκοπό της.
Ασφαλώς δεν εμφορούνται όλα τα πρόσωπα του έργου από την ίδια ακριβώς φιλοσοφία, από τον ίδιο βαθμό αυτοσυνειδησίας, από την ίδια δύναμη. Τραγικότεροι είναι οι Άγνωστοι, γιατί –όντας άτομα επιλεγμένα από το πεπρωμένο και ανυψωμένα πάνω από την άμορφη μάζα των ανθρώπων– βιώνουν τον θάνατο ως το μοναδικό μέσο που τα καθορίζει και τα ολοκληρώνει.
Ωστόσο, δεν επιλέγουν οι ήρωες τον θάνατο, δεν αυτοχειριάζονται επειδή η ζωή βρίσκεται σε πόλεμο / αντιμάχεται το ιδανικό τους και επειδή αυτό το ιδανικό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ποτέ εδώ, αλλά πεθαίνουν γιατί ο θάνατός τους θα οδηγήσει στην πραγμάτωση του ιδανικού. Είναι όρος εκ των ουκ άνευ: για να ανατείλει το φως χρειάζεται νεκρούς («χιλιάδες»).
Το αναπότρεπτο της τραγωδίας εξαρτάται από ένα γνώρισμα που ενυπάρχει στον χαρακτήρα και το οποίο ωθεί στην αναζήτηση της αλήθειας και στην απονομή δικαιοσύνης, έστω και αν το τίμημα γι’ αυτό είναι ο θάνατος. Και η ζωή είναι τραγική όχι γιατί έχει ένα αναπότρεπτο τέλος, αλλά γιατί διαθέτει διάρκεια και μπορεί να παγιδεύσει την ανθρώπινη ελευθερία, μπορεί να αλλοτριώσει τον άνθρωπο.
Έτσι ο θάνατος δεν είναι το μέγιστο κακό. Από την άλλη (σε αντίθεση προς τους Γάλλους υπαρξιστές), ο θάνατος για τους ήρωες του Λυγερού δεν είναι ο απελευθερωτής από τους υποτιθέμενους περιορισμούς του (κατά τον Σαρτρ), η κλειστή πόρτα μεταξύ φρίκης και σιωπής, συνειδητή βεβαιότητα του θανάτου χωρίς ελπίδα (κατά τον Καμύ).
Ωστόσο, παρά τις τεκμηριωμένες ομοιότητες και διαφορές του Λυγερού με τους προαναφερθέντες δημιουργούς, επιτρέψτε μου να υποστηρίξω ότι η δραματουργική του δύναμη αρδεύεται από πολύ βαθύτερες πηγές. Το τεράστιο εύρος και βάθος της παιδείας και του προβληματισμού του πιστεύω ότι έχει κρηπίδα, ακρογωνιαίο λίθο και επιστέγασμα τη διάνοια και την ποιητική ευαισθησία του Σοφοκλή συνδυασμένες με τη φιλοσοφική σκέψη του Σωκράτη.
Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά από τον Σοφοκλή, ο Λυγερός επωμίζεται το βάρος της προσωπικής του ευθύνης έναντι της Ιστορίας που κουβαλεί, έναντι της κοινωνίας στην οποία ζεί, δίνοντας το «παρών» στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που την ταλανίζουν, και μέσα από τη θεατρική δημιουργία, αξιοποιώντας στο έπακρο μύθο και ιστορικά γεγονότα. Στις «Χορδές του Χρόνου» βέβαια ανιχνεύουμε όχι έναν αλλά πολλούς μυθικούς πυρήνες και θρύλους, αρχαίους (π.χ. Οιδίπους, Μεγαλέξανδρος), μεσαιωνικούς (άλωση Κωνσταντινούπολης και Τραπεζούντας) και νεότερους, καθώς και προσωπικότητες όπως ο Ρήγας και οι Φιλικοί και συγκλονιστικά γεγονότα όπως οι γενοκτονίες του 20ού αιώνα, οι οποίες μάλιστα ενοποιούνται στη θεατρική δράση ανεξάρτητα από την εθνικότητα των θυμάτων.
Το δράμα του Λυγερού μπορεί να μην είναι θρησκευτικό, η παρουσία όμως της πίστης, του θείου, της αγιότητας διατρέχουν ολόκληρο το έργο. Προσδιορίζεται η έννοια της αμαρτίας και προσφέρεται η δυνατότητα εξιλέωσης. Οι ήρωες έχουν πίστη αλλά και «χάρη», φοβούνται τον καταποντισμό στον παράλογο κόσμο και δρουν για να τον αποφύγουν. Και φυσικά δεν λείπει, αντίθετα είναι έντονη, η θεματική της σωτηρίας.
Και κάτι ακόμη. Όπως και στις τραγωδίες του Σοφοκλή, που οι θεοί συγκριτικά με τους απρόσιτους και απροσπέλαστους του Αισχύλου βρίσκονται πιο κοντά στον άνθρωπο, έτσι και στο έργο που έχουμε μπροστά μας το ανθρώπινο στοιχείο προέχει και την απόσταση μεταξύ θείου και ανθρώπου μειώνει ακόμη περισσότερο, γεφυρώνει θα λέγαμε, η ύπαρξη ενός Αγίου, η αγιοσύνη του οποίου προσδιορίζεται με εκπληκτική απλότητα: «Οι Άγιοι δεν έχουν φίλους. Είναι εδώ για να βοηθούν τους άλλους, όχι για να τους αγαπούν οι άλλοι».
Υπάρχει αναμφίβολα κοσμική τάξη, κάτι ιερό, ο άνθρωπος μπορεί να ζει ελεύθερα μέσα στο ανίερο, δεν ανατρέπεται δηλ. η σοφόκλεια τάξη. Και φυσικά το πεπρωμένο δεν είναι γραμμένο: γράφεται. Οι ήρωες θυσιάζονται όχι μόνο για να είναι συνεπείς, για να σώσουν τη συνείδησή τους, αλλά κυρίως γιατί μπορούν να αλλάξουν τον ρου των γεγονότων.
Από τις συγκλονιστικότερες και χαρακτηριστικότερες στιγμές του έργου, εκείνη κατά την οποία ο μικρός Αλέξανδρος, ένας από τους ακέραιους χαρακτήρες που πλάθει ο Λυγερός, τρώει την εικόνα της Παναγίας για να τη διαφυλάξει εντός του. Την προστατεύει βεβαίως από τη βεβήλωση, αλλά με αυτόν τον τρόπο κατοικείται και ο ίδιος από το θείο, εμφορείται πλέον από αυτό. Και ασφαλώς δεν λείπουν τα μεταφυσικά ερείσματα και οι αντίστοιχες προεκτάσεις του έργου.
Σε άλλο σημείο πάλι, η αναφορά στην τέφρα παραπέμπει άμεσα στον Σοφοκλή και θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει ρόλο τελετουργικό και συμβολικό, ανάλογο με τη σκόνη που σκορπίζει η Αντιγόνη στον νεκρό Πολυνείκη. Αλλά και το τέλος του Αγνώστου παραπέμπει στον δραματουργικό τρόπο του Σοφοκλή, και συγκεκριμένα στον τρόπο που πεθαίνουν η Αντιγόνη και η Ηλέκτρα: Μπαίνει και αυτός ζωντανός στο βασίλειο των νεκρών, με τη διαφορά ότι δεν πεθαίνει. Με ένα αριστοτεχνικό πάντρεμα αρχαίων μύθων –στην αρχική τους μορφή και στη μετεξέλιξή τους– και χριστιανικής πίστης επιτυγχάνεται μια εκπληκτική συμβολική αντιστροφή: Ο Άγνωστος είναι ένας ζωντανός καταδικασμένος να περάσει στο βασίλειο του Άδη και ταυτόχρονα ένας νεκρός που εισέρχεται στον κόσμο των ζωντανών, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού.
Σε αντίθεση βέβαια με την αρχαία τραγωδία, εδώ δεν υπάρχουν μονόλογοι αλλά σύντομοι, ζωντανοί διάλογοι με εκπληκτική ποιητική πυκνότητα και κυρίαρχα ρήματα το σκέφτομαι, μαθαίνω, γνωρίζω, βλέπω, ακούω, καταλαβαίνω, ξέρω, θυμάμαι, ξεχνώ. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι δεν υπάρχει σελίδα που να μην περιέχει ένα ή περισσότερα από αυτά. Ασφαλώς, δεν μπορεί να αποδοθεί σε εκφραστική αδυναμία του συγγραφέα, που μόνο μια επιφανειακή εξέταση και όχι μια βαθιά ανάλυση θα οδηγούσε σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Αντίθετα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον στόχο που επιδιώκει και τον οποίο στη διαδρομή του έργου επιτυγχάνει, γίνεται φανερό ότι πρόκειται για απόλυτα συνειδητή επιλογή. Και ο στόχος αυτός δεν είναι άλλος από τη γνώση που θα οδηγήσει στο φως, από τη μνήμη που θα οδηγήσει στο αύριο. Διαφορετικά οι ήρωες θα οδηγηθούν σε αβυσσαλέο κενό.
Άκαμπτη αιτιοκρατία, πεπρωμένο με την έννοια του αναπόδραστου και αναπόφευκτου δεν υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, στο έργο του Λυγερού. Αναπόδραστο όμως και αναπόφευκτο αναδεικνύει το χρέος, το καθήκον, που η ελεύθερη συνείδηση συναισθάνεται ως τέτοιο. Έτσι, ακόμη και αν δεν λέγεται ρητά το αρχαίο «ανάγκα και Θεοί πείθονται», δεν παύει να υπονοείται ανά πάσα στιγμή.
Λόγος καίριος λοιπόν και σύντομος, ιδιαίτερος, αποφθεγματικός. Πάμπολλα γνωμικά, τα οποία ωστόσο σπάνια διατυπώνονται ολόκληρα αλλά συμπληρώνονται σταδιακά μέσα από ερωταπαντήσεις κατά τη σωκρατική μέθοδο.
Κυρίες και κύριοι
Αν μπορούσα να βρω το αντίστοιχο της θεατρικής γραφής του Νίκου Λυγερού σε μιαν άλλη μορφή τέχνης, θα επέλεγα τη γλυπτική. Δεν θα το αναζητούσα όμως σε ένα κλασικό γλυπτό της σχολής του Φειδία, του Πραξιτέλη ή του Σκόπα. Nομίζω ότι θα το εύρισκα σε ένα κυκλαδικό ειδώλιο, ίσως στον γνωστό αρπιστή, που εμπεριέχει όλη την πορεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας από τον ένα πόλο, τον νατουραλισμό, αλλά φθάνει στον άλλο πόλο, την αφαίρεση, για να αποδώσει με αδρές, λιτές, απέριττες φόρμες και γραμμές, την ουσία. Την αναλλοίωτη ουσία του Aνθρώπου με όλη την αρμονία και όλη τη μουσικότητά της.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι απαιτείται πολύ περισσότερος χρόνος από ό,τι μας επιτρέπει η σημερινή παρουσίαση και πολύ πιο εκτεταμένη και συστηματική μελέτη για να ανιχνευθούν και να αναπτυχθούν με πληρότητα και επάρκεια τα δομικά υλικά και οι τεχνικές του έργου αυτού. Έργου μοντέρνου και διαχρονικού, έργου ελληνικού, δηλαδή οικουμενικού. Γιατί, πάνω απ’ όλα, ο Λυγερός είναι Έλληνας, δηλαδή Άνθρωπος που πασχίζει για τον Άνθρωπο ανεξάρτητα από φυλή, γλώσσα, χρώμα, εθνικότητα. Είναι ο Άγνωστος που μας αφυπνίζει, όποιο κι αν είναι το κόστος για τον ίδιο. Και του είμαι ευγνώμων. Τον ευχαριστώ!
Και σας ευχαριστώ.
Υπάρχει αναμφίβολα κοσμική τάξη, κάτι ιερό, ο άνθρωπος μπορεί να ζει ελεύθερα μέσα στο ανίερο, δεν ανατρέπεται δηλ. η σοφόκλεια τάξη. Και φυσικά το πεπρωμένο δεν είναι γραμμένο: γράφεται. Οι ήρωες θυσιάζονται όχι μόνο για να είναι συνεπείς, για να σώσουν τη συνείδησή τους, αλλά κυρίως γιατί μπορούν να αλλάξουν τον ρου των γεγονότων.
Από τις συγκλονιστικότερες και χαρακτηριστικότερες στιγμές του έργου, εκείνη κατά την οποία ο μικρός Αλέξανδρος, ένας από τους ακέραιους χαρακτήρες που πλάθει ο Λυγερός, τρώει την εικόνα της Παναγίας για να τη διαφυλάξει εντός του. Την προστατεύει βεβαίως από τη βεβήλωση, αλλά με αυτόν τον τρόπο κατοικείται και ο ίδιος από το θείο, εμφορείται πλέον από αυτό. Και ασφαλώς δεν λείπουν τα μεταφυσικά ερείσματα και οι αντίστοιχες προεκτάσεις του έργου.
Σε άλλο σημείο πάλι, η αναφορά στην τέφρα παραπέμπει άμεσα στον Σοφοκλή και θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει ρόλο τελετουργικό και συμβολικό, ανάλογο με τη σκόνη που σκορπίζει η Αντιγόνη στον νεκρό Πολυνείκη. Αλλά και το τέλος του Αγνώστου παραπέμπει στον δραματουργικό τρόπο του Σοφοκλή, και συγκεκριμένα στον τρόπο που πεθαίνουν η Αντιγόνη και η Ηλέκτρα: Μπαίνει και αυτός ζωντανός στο βασίλειο των νεκρών, με τη διαφορά ότι δεν πεθαίνει. Με ένα αριστοτεχνικό πάντρεμα αρχαίων μύθων –στην αρχική τους μορφή και στη μετεξέλιξή τους– και χριστιανικής πίστης επιτυγχάνεται μια εκπληκτική συμβολική αντιστροφή: Ο Άγνωστος είναι ένας ζωντανός καταδικασμένος να περάσει στο βασίλειο του Άδη και ταυτόχρονα ένας νεκρός που εισέρχεται στον κόσμο των ζωντανών, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού.
Σε αντίθεση βέβαια με την αρχαία τραγωδία, εδώ δεν υπάρχουν μονόλογοι αλλά σύντομοι, ζωντανοί διάλογοι με εκπληκτική ποιητική πυκνότητα και κυρίαρχα ρήματα το σκέφτομαι, μαθαίνω, γνωρίζω, βλέπω, ακούω, καταλαβαίνω, ξέρω, θυμάμαι, ξεχνώ. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι δεν υπάρχει σελίδα που να μην περιέχει ένα ή περισσότερα από αυτά. Ασφαλώς, δεν μπορεί να αποδοθεί σε εκφραστική αδυναμία του συγγραφέα, που μόνο μια επιφανειακή εξέταση και όχι μια βαθιά ανάλυση θα οδηγούσε σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Αντίθετα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον στόχο που επιδιώκει και τον οποίο στη διαδρομή του έργου επιτυγχάνει, γίνεται φανερό ότι πρόκειται για απόλυτα συνειδητή επιλογή. Και ο στόχος αυτός δεν είναι άλλος από τη γνώση που θα οδηγήσει στο φως, από τη μνήμη που θα οδηγήσει στο αύριο. Διαφορετικά οι ήρωες θα οδηγηθούν σε αβυσσαλέο κενό.
Άκαμπτη αιτιοκρατία, πεπρωμένο με την έννοια του αναπόδραστου και αναπόφευκτου δεν υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, στο έργο του Λυγερού. Αναπόδραστο όμως και αναπόφευκτο αναδεικνύει το χρέος, το καθήκον, που η ελεύθερη συνείδηση συναισθάνεται ως τέτοιο. Έτσι, ακόμη και αν δεν λέγεται ρητά το αρχαίο «ανάγκα και Θεοί πείθονται», δεν παύει να υπονοείται ανά πάσα στιγμή.
Λόγος καίριος λοιπόν και σύντομος, ιδιαίτερος, αποφθεγματικός. Πάμπολλα γνωμικά, τα οποία ωστόσο σπάνια διατυπώνονται ολόκληρα αλλά συμπληρώνονται σταδιακά μέσα από ερωταπαντήσεις κατά τη σωκρατική μέθοδο.
Κυρίες και κύριοι
Αν μπορούσα να βρω το αντίστοιχο της θεατρικής γραφής του Νίκου Λυγερού σε μιαν άλλη μορφή τέχνης, θα επέλεγα τη γλυπτική. Δεν θα το αναζητούσα όμως σε ένα κλασικό γλυπτό της σχολής του Φειδία, του Πραξιτέλη ή του Σκόπα. Nομίζω ότι θα το εύρισκα σε ένα κυκλαδικό ειδώλιο, ίσως στον γνωστό αρπιστή, που εμπεριέχει όλη την πορεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας από τον ένα πόλο, τον νατουραλισμό, αλλά φθάνει στον άλλο πόλο, την αφαίρεση, για να αποδώσει με αδρές, λιτές, απέριττες φόρμες και γραμμές, την ουσία. Την αναλλοίωτη ουσία του Aνθρώπου με όλη την αρμονία και όλη τη μουσικότητά της.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι απαιτείται πολύ περισσότερος χρόνος από ό,τι μας επιτρέπει η σημερινή παρουσίαση και πολύ πιο εκτεταμένη και συστηματική μελέτη για να ανιχνευθούν και να αναπτυχθούν με πληρότητα και επάρκεια τα δομικά υλικά και οι τεχνικές του έργου αυτού. Έργου μοντέρνου και διαχρονικού, έργου ελληνικού, δηλαδή οικουμενικού. Γιατί, πάνω απ’ όλα, ο Λυγερός είναι Έλληνας, δηλαδή Άνθρωπος που πασχίζει για τον Άνθρωπο ανεξάρτητα από φυλή, γλώσσα, χρώμα, εθνικότητα. Είναι ο Άγνωστος που μας αφυπνίζει, όποιο κι αν είναι το κόστος για τον ίδιο. Και του είμαι ευγνώμων. Τον ευχαριστώ!
Και σας ευχαριστώ.
Οι «Χορδές του χρόνου» του Νίκου Λυγερού γεννήθηκαν στην Θράκη και αφιερώνονται στον ποντιακό και θρακιώτικο Ελληνισμό 23.11.2005. Προσέγγιση στο έργο από την Σύνη Αναστασιάδη, ενώ το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σπανίδη.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με το θερμό καλωσόρισμα της προέδρου των φίλων του Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης Ελένης Εφραιμίδου προς τον συγγραφέα, ιδιοφυή μαθηματικό, καθηγητή του πανεπιστημίου της Λυών και επισκέπτη καθηγητή του πανεπιστημίου Θράκης Νίκου Λυγερού και της καταξιωμένης Αλεξανδρουπολίτισσας ζωγράφου Σύνης Αναστασιάδη, αλλά και στην επιτυχή συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο Σπανίδη κάτω από τον κοινό στόχο την παρουσίαση των ντόπιων δημιουργών, των δημιουργών που αναφέρονται στην Θράκη και την αναδεικνύουν με την δουλειά τους.
Το κοινό γέμισε ασφυκτικά τον χώρο απολαμβάνοντας όλους τους ομιλητές και αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι οι Θράκες ξέρουν να εκτιμούν το έργο πνευματικών προσώπων.
Παρουσίαση του θεατρικού έργου έγινε από την ζωγράφο Σύνη Αναστασιάδη. «Το κοινό της Ξάνθης το ξέρω και το αγαπώ γιατί έχω κάνει παλιότερα μία έκθεση. Θέλω να πω την ιστορία για το εξώφυλλο του έργου για το πώς έγινε. Ο κ. Λυγερός με συγκίνησε πάρα πολύ όταν μου ανάθεσε να κάνω το εξώφυλλο για το έργο του «Χορδές του χρόνου».
Δεν είχα διαβάσει όλο το θεατρικό, είχα διαβάσει μόνο την πρώτη σκηνή και του έστειλα ένα έργο και μου απάντησε ότι «μου αρέσει σαν έργο, αλλά δεν νομίζω ότι συμπίπτει με την γενοκτονία των Ποντίων», διαβάζοντας το έργο όλο μετά έψαξα να βρω κάποιο έργο που θα μπορούσε να τιμήσει το έργο του κ. Λυγερού και κατέληξα με την σύμφωνη γνώμη του σε αυτό το εξώφυλλο που νομίζω ότι έχει αρκετά στοιχεία από το θεατρικό του.
Το έργο αυτό δεν είχε τίτλο, ανήκει σε μία ενότητα, τον υπαρξιακό προβληματισμό αλλά ήταν άτιτλο και ήταν από τα λίγα έργα που δεν είχε τίτλο γιατί συνήθως βάζω τίτλους. Δείχνει τι παιχνίδια παίζει το σύμπαν. Πιστεύω ότι δεν έμεινε χωρίς όνομα τυχαία…
Οι χορδές είναι αυτές που ακολουθούν τους ανθρώπους και τους ενώνουν την κατάλληλη στιγμή. Έτσι το είδα από την αρχή, όταν έκανα το έργο σκεφτόμουν ότι κάθε άτομο πρέπει να αγωνίζεται μόνο του με κλειστές τις πόρτες για να μην «μπαίνει ο αέρας και σβήνει το κερί», το κερί του νου και κάνει τον νου να αποσπάται. Θέλησα να σώσω σε κάθε μορφοείδωλο γυναικείο κάτι διαφορετικό, ενώ φαίνονται ότι είναι ίδια η κάθε μία έχει την δική της πορεία.
Στην αρχή είναι η γυναίκα το άτομο που δεν σκέφτεται, που είναι χαλαρό, μετά έρχεται η διαπίστωση για κάτι που την προβληματίζει και το τρίτο είναι ο αγώνας και η βοήθεια και το τέταρτο είναι ότι φτάνει στον στόχο μετά από αγώνα και μετά από πάλη».
Σ΄αυτό το πνεύμα κινήθηκε η εκδήλωση στην γειτονική πόλη όπου το κοινό γεύθηκε την σύμπραξη δύο εξαιρετικών ανθρώπων του Νίκου λυγερού φίλου της Κομοτηνής που ο Χρόνος είχε παρουσιάσει το βιβλίο του οι Σκιές του Πύργου και της Σύνης Αναστασιάδη που μιλά με τον χρωστήρα και το έργο της.
Ο ίδιος ο κ. Λυγερός, απέφυγε να αναφερθεί στα μαθηματικά, την γλωσσολογία και τις άλλες του αγάπες μέσα από την καριέρα που κάνει ως εξαιρετικός επιστήμονας και ως πρόεδρος του ιδρύματος «Αλτρουϊσμός» της Κύπρου και τόσα άλλα και περιορίστηκε στο θεατρικό έργο που ετοίμασε όταν γνώρισε την Θράκη τους ανθρώπους της και το ποντιακό στοιχείο που υπάρχει εδώ.
«Οι χορδές του χρόνου» είναι ένα βιβλίο αφιερωμένο στην Θράκη, χρησιμοποιεί κομμάτια που υπάρχουν τοπικά, δεν είναι αποδίδει το πώς είναι η Θράκη αλλά πως την βλέπω και πως θα έπρεπε να είναι μέσα από ένα όραμα!.. Το βιβλίο δεν έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα είναι ένα θεατρικό έργο, αλλά απλώς χρησιμοποιεί κάποιες εικόνες από την Θράκη και αυτό το έργο αναδεικνύει την περιοχή.
Επικεντρώθηκα ειδικά στην κοινωνία των Ποντίων, γιατί το ποντιακό στοιχείο είναι μεγάλο περιοχή, αλλά μελέτησα την κοινωνία των Ποντίων της Θράκης όπου και όχι απλά Πόντιοι του Πόντου με υποδέχτηκαν με έναν πολύ καλύτερο τρόπο από ότι σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και θα ήθελα αυτό να σημειώσω και να αναδείξω αυτόν τον συνδυασμό του θρακικού στοιχείου με το ποντιακό στοιχείο που είναι ουσιαστικά στοιχείο του ελληνισμού». Ζητήσαμε από τον Νίκο Λυγερό να μας μιλήσει για τον τέχνασμα στις περιουσίες των ελληνοκυπρίων που επιχειρεί το ψευδοκράτος.
«Αυτή η ιστορία έχει σχέση με μία εφημερίδα η οποία είναι κυπριακή και τάσσεται υπέρ του σχεδίου Ανάν. Επίσης θα πρέπει να ξέρετε ότι 19 Νοεμβρίου εκκρεμεί αναφορά για το άρθρο 159 που βρίσκεται στα κατεχόμενα και το οποίο λέει ότι «μπορούμε να δίνουμε ιδιοκτησία στους Κύπριους από την Τουρκία αλλά και τους έποικους», άρα η Τουρκία αναζητά από το τουρκικό καθεστώς να αλλάξει αυτόν τον Νόμο, έτσι ώστε αυτές οι παράνομες ιδιοκτησίες να μην ισχύουν πια, έτσι ώστε οι Ελληνοκύπριοι να διεκδικούν πιο εύκολα τις περιουσίες τους. Ήδη έχει γίνει προσπάθεια για το θέμα της αποζημίωσης και όχι και για την διάθεση χρημάτων ως προς την απόλαυση της περιουσίας.
Είναι εντελώς διαφορετικό το πλαίσιο από τις Ευρωπαϊκές προσφυγές που γίνονται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπου εκεί ζητούμε λεφτά εφόσον δεν μπορούμε να απολαύσουμε την περιουσία. Δεν πρόκειται για στείρες αποζημιώσεις δηλαδή.
Αν το κάνουν αυτό οι Ελληνοκύπριοι δεν θα μπορούν πια να πηγαίνουν, άρα θα έλεγα ότι είναι μία αναμενόμενη αντεπίθεση που είχε γίνει ήδη από τον Ντενκτάς που είχε προτείνει αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε και δεν υπήρξε καμία περίπτωση από Ελληνοκύπριο να χρησιμοποίησε αυτό το προνόμιο». Μετά το τέλος της εκδήλωσης πραγματικά άνοιξαν πολλές συζητήσεις για την Θράκη ή την τέχνη, αφού το κοινό πραγματικά απόλαυσε την παρουσία του κ. Λυγερού. Ν.Α.
«Οι χορδές του χρόνου» Νίκου Λυγερού
Εκδ. Σπανίδη, 2005 σελ. 80
βιβλιοπαρουσίαση Ελένη Εφραιμίδου - Ποιήτρια
14/01/2006
Στις «χορδές του χρόνου», στο νέο Θεατρικό του κείμενο, ο Νίκος Λυγερός, στήνει το αρχικό σκηνικό του πάνω σ' ένα ταξί.
Δύο άγνωστοι σιωπηλοί, φερμένοι απ' τα παλιά, απ' το εκεί μιας χαμένης πατρίδας, διασχίζουν τους δρόμους της Αθήνας με προορισμό την αναζήτηση μιας Αρχής.
Αυτός που οδηγεί τους περίμενε δίχως να γνωρίζει ποιους και τι περιμένει. Είναι αυτός που τους μεταφέρει σαν φως στη γραμμή του Ορίζοντα νοσταλγώντας κι αυτός την ίδια πατρίδα.
Ο Χρόνος, λέξη κλειδί, πλανιέται γύρω τους. Χρόνος χορδή που ξυπνάει τη μνήμη, το παρελθόν που δεν αλλάζει, το μέλλον που δεν υπάρχει όταν το παρελθόν στήνεται πάνω σε λάθη και ξεχνιέται.
«πού πρέπει να πάμε τώρα;» αναρωτιούνται
«εκεί που κρύβεται η γέφυρα»
«στο ακίνητο καράβι»
«εκεί άρχισε το ταξίδι, εκεί πρέπει να πάμε»
Το ακίνητο καράβι. Σημείο μηδέν. Έννοια αντιφατική, αρχή και τέλος. Τέλος και αρχή του ταξιδιού, αντιθέσεις μιας αρμονίας γιατί «Έτσι ξημερώνει ο κόσμος». Πρόσωπα ξεχασμένα, αγνοημένα, θαμμένα στο σταματημένο χρόνο ψάχνουν το φως. Λόγια στα όρια του παραλόγου, μορφές που στέκονται θρυμματισμένες στη λήθη προσπαθώντας να συναρμολογήσουν τη γνώση για να περάσουν στο μέλλον.
«Το ταξί είναι η αρχή του ταξιδιού», και το ταξίδι η μνήμη.
Θεατρικό, φιλοσοφικό, ποιητικά δοσμένο κείμενο του Λυγερού, με καταδύσεις σε έννοιες υπαρξιακές, χαρακτήρες που ξεπροβάλουν απ' τη μοναξιά του χρόνου, το αγνοημένο παρελθόν, αγνοούμενοι κι αυτοί της ζωής. Το πνεύμα του μύθου, η Ελληνικότητα που χάνεται, οι χαμένες πατρίδες, ένας Αλέξανδρος που ψυχορραγεί.
Σιωπή, λάθη σπασμένες χορδές που πληγώνουν τη μνήμη, μια πατρίδα που αγωνίζεται να περάσει στο φως.
Η Ίμβρος, η Τένεδος, η Τραπεζούντα, νησιά και πόλεις, όπου ο χρόνος πεθαίνει κι οι άνθρωποι γίνονται σκλάβοι, δεμένοι στην καταδίκη μιας υπογραφής.
Ο Νίκος Λυγερός με το κείμενό του αυτό επαναστατεί για το σύνορο και παράλληλα κατορθώνει με τις εκφραστικές δυνατότητές της διαλογικής γλώσσας να προεκτείνει τις έννοιες πέρα από τις λέξεις καθώς και να ενσωματώσει τα όνειρα, τις ιδέες, το παράλογο και το ουτοπικό των ανθρώπων μέσα στην σύγχρονη πραγματικότητα. (ΕΔΩ)
Οι Χορδές Του Χρόνου 70Χ110 Λάδι, 2005
Ν. Λυγερός, «Οι χορδές του χρόνου»
της Ελένης Δημητριάδου Ευφραιμίδου
«Η ζωή είναι μια μεγάλη πληγή.
Ονομάζουμε ζωή, την αντοχή μας.»
Ν. Λυγερός
Πριν να αναφερθούμε στο νέο θεατρικό έργο του Ν. Λυγερού στις «Χορδές του χρόνου», θεωρώ σκόπιμο να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στα δύο προηγούμενα θεατρικά του κείμενα στις «Σκιές του Πύργου» και στο «Σταυροδρόμι του γαλάζιου», γιατί αποτελούν το μέρος μιας τριλογίας του συγγραφέα, της οποίας το τρίτο μέρος κρατάμε στα χέρια μας σήμερα.
Η αναδρομή αυτή θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τη θεωρία, τη σκέψη, το φιλοσοφικό στοχασμό, την κοσμοθεωρία του Νίκου Λυγερού, που αναπτύσσεται γενικότερα μέσα σ’ αυτά τα έργα. Γιατί είναι θεατρικά και όχι αφηγηματικά ή δοκίμια φιλοσοφικού στοχασμού, μια και διαβάζοντάς τα κανείς μόνος του κατανοεί καλύτερα τα νοήματα; Πιστεύω πως ο συγγραφέας αναζήτησε μια πιο κοινωνική μορφή τέχνης, όπως είναι το θέατρο που με την παραστατικότητα του δραματικού του λόγου, καθώς και τη διασταύρωση σκέψεων, εννοιών, βιωμάτων και εποχών, ακόμη και εικόνων δίχως καμιά συνοχή, δίνει μεγαλύτερη δυνατότητα αφομοίωσης των μηνυμάτων του στο κοινό. Ένα φιλοσοφικό δοκίμιο ίσως - ίσως να μην μπορούσε να μεταφέρει ακριβώς και με λογικά επιχειρήματα το παράλογο της ζωής και της ύπαρξης του κόσμου τούτου. Η δε αφαίρεση που επιχειρείται με τη δημιουργία της παραστατικής εικόνας, δίνει τη δυνατότητα της προέκτασης των αφηρημένων εννοιών. Μέσα από την παραστατικότητα ενός μύθου υπογραμμίζεται εντονότερα το δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Ο άνθρωπος είναι το τραγικότερο ον απ' όλα τα όντα, γιατί γνωρίζει ότι θα πεθάνει. Γνωρίζει επίσης ότι όλα θα χαθούν στη λήθη, ότι, κι αν ακόμη ο κύκλος της ζωής του επαναληφθεί, δε θα θυμάται τίποτα. Αυτό που κάποτε βίωσε ως ευτυχία, μπορεί να υπήρξε στο όνειρο της ζωής ή στην αμεριμνησία της ανυπαρξίας. Η γεύση αυτής της αίσθησης και αυτής της μουσικής τον ακολουθεί, ενώ η μνήμη χάνεται. Η ανάμνηση ενός χαμένου Παραδείσου, μια χαμένη πατρίδα που πάντα ονειρευόμαστε και περιμένουμε να ξαναβρούμε πολλές φορές, χωρίς να γνωρίζουμε τι περιμένουμε, είναι η αναζήτηση της αθανασίας. Και ενώ «είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει / κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός», γράφει ο ποιητής Γ. Σεφέρης.
Το παράλογο και το αντιφατικό της ανθρώπινης ψυχής και μοίρας απέδωσε πρώτη η αρχαία ελληνική τραγωδία με τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, όπως και η ελληνική μυθολογία με τους μύθους του Ορφέα, του Προμηθέα, του Πρωτέα. Η εικόνα του σπηλαίου επίσης στον Πλάτωνα με το φως στο βάθος και τις σκιές που παίζουν περνώντας από μπροστά του, είναι το παιχνίδι της ψυχής με τον εαυτό της. Η ψυχή βρίσκει τον εαυτό της τη στιγμή ακριβώς που τον χάνει.
Πατώντας γερά σ' αυτές τις αρχές και πάνω στις αρχές της σύγχρονης φιλοσοφίας του 19ου και του 20ου αιώνα, ο συγγραφέας στήνει τα σκηνικά αυτού του παραλόγου και το δικό του αντίλογο με όραμα να ξαναβρεθεί ο ουρανός που χάνεται. Όλα υπάρχουν, για να πάψουν να υπάρχουν και παύουν να υπάρχουν, για να ξαναϋπάρξουν. Πεθαίνουν, για να γεννηθούν. Αιτία η αρχή. «Κάθε ιστορία έχει και μια αρχή», γράφει. Κάθε ύπαρξη το ίδιο. Ο κύκλος της ζωής έχει τη δική του αυτοδύναμη κίνηση και συνέπεια.
Οι ήρωές του στις «σκιές του πύργου» υπάρχουν σε μια κοινωνία που δεν έχει ουρανό και κρύβουν τα φτερά τους, γιατί δεν μπορούν να πετάξουν. Εγκλωβισμένοι εδώ, σ’ αυτό το χρόνο, χρόνο παρόντα, φυλακή, στις μίζερες καθημερινές κοινωνικές συνθήκες υποταγής, ασφυκτιούν. «Πώς να περπατήσεις, όταν έχεις μόνο φτερά», γράφει. Φαινομενικά ζουν, ενώ δε ζουν πραγματικά. Πόσο επίκαιρος μπορεί να είναι ο άνθρωπος του παρόντος, όταν το παρελθόν και το μέλλον αποκόβονται από την ύπαρξή του; Σαν ένα αναπόσπαστο και αδιαχώριστο κομμάτι του σύμπαντος ο άνθρωπος εμπεριέχεται παράλληλα σε ολόκληρο το φάσμα του χρόνου, που όμως είναι υποχρεωμένος να τον συμπεριλάβει σε μια μικρή χρονική στιγμή, το παρόν. «Ο κόσμος είναι ένας γυάλινος πύργος», γράφει, όπου όλα είναι διάφανα και παρόντα παντού. O άνθρωπος είναι μια «είδηση του παρελθόντος», ένας «πύργος μνήμης» που στο κορμί του σταματά η λήθη του κόσμου. Κάθε άνθρωπος ένα σύνορο, ένας φύλακας της μνήμης ,που αποκαλύπτεται στο παρόν.
Ο Νίτσε έγραφε στον «ανεπίκαιρο στοχασμό» του ότι φτάνει σε τόσο «ανεπίκαιρες» εμπειρίες μόνο ως «τρόφιμος παλαιοτέρων καιρών». Στη σχέση του με το χρόνο ο άνθρωπος μπορεί να είναι «του σήμερα και του άλλοτε», «του αύριο, του μεθαύριο και του κάποτε». Μπορεί να υπάρξει στις τρεις διαστάσεις του χρόνου. Σ’ ένα χρόνο άχρονο, έννοια στατική και παράλληλα ρευστή.
«Μόνο τ’ ακίνητα ταξίδια μας πάνε πραγματικά μακριά», γράφει ο Ν. Λυγερός στο «Σταυροδρόμι του γαλάζιου», «η πόλη σου είναι ένα ακίνητο ταξίδι». Η ακινητοποίηση αυτής της στιγμής είναι μια στιγμή αποκάλυψης. Στιγμή που στο παρόν ενώνεται το χρονικό με το υπερχρονικό και φωτίζονται όλα. Είναι η στιγμή που η ζωή ενώνεται με το θάνατο και ο άνθρωπος επικοινωνεί με τους νεκρούς. Είναι το ακίνητο κενό. Η σιωπή. Το ενδιάμεσο. Η Διοτίμα του Πλάτωνα. Η φράση του Σεφέρη στο ποίημά του Ο βασιλιάς της Ασίνης «ο ποιητής ένα κενό». Η στιγμή αυτή απασχόλησε πολύ σοβαρά τους πιο αξιόλογους ποιητές μας στην ιστορία της ελληνικής ποίησης, αλλά και τους διανοητές όλων των αιώνων. «Η καρδιά του ανθρώπου, αν σταθεί στη μέση του σταυρού, βρίσκεται μέσα στο λόγο, στον αιώνιο λόγο», ερμηνεύουμε σε παράφραση ένα νόημα εμβλήματος του Λούθηρου, στα 1530. Η κάθετη και παράλληλη γραμμή του σταυρού, το σημείο που ενώνονται η γη και ο ουρανός, το εφήμερο και το αιώνιο είναι η καρδιά που χτυπά πάντα και αιώνια, ο αληθινός λόγος του ανθρώπου.
Υπάρχοντας σε όλες τις διαστάσεις του χρόνου ο άνθρωπος, ο Ν. Λυγερός υποστηρίζει στα έργα του ότι ο άνθρωπος κουβαλάει μέσα του πολλές ψυχές και κατά συνέπεια τον πόνο και τη θλίψη όλου του κόσμου. Η ζωή είναι ένα όνειρο τελικά, το οποίο ζει ο άνθρωπος στο πέρασμά του απ’ αυτήν; Αναρωτιέται. Το παρόν υφίσταται σαν πραγματικότητα και σαν αιωνιότητα; Η αρχαία ελληνική αντίληψη για το χρόνο (Αριστοτέλης) δέχεται το παρόν ως «τώρα» και το αληθινό παρόν είναι η αιωνιότητα, η οποία ενυπάρχει στο χρόνο.
Ο λόγος του Ν. Λυγερού είναι ερμητικός και δύσκολος, γιατί εισχωρεί βαθιά στα σκοτεινά και ανεξερεύνητα τοπία της ανθρώπινης ύπαρξης και μοίρας. Χρησιμοποιεί σύμβολα και μεταφορές, για να πλησιάσει περισσότερο την αλήθεια, γιατί η θέαση των πραγμάτων είναι άρρητη κι η γλώσσα αδύναμη να απεικονίσει τα σημαινόμενα. Η έρημος, ο χρόνος , η μνήμη, η αθανασία… Ψάχνει το Μεσολόγγι των ανθρώπων και την ελευθερία. Την ιδέα που πρώτοι οι Έλληνες έσπειραν και την ελληνικότητα σαν στάση ζωής του ανθρώπου. Θεώρησα απαραίτητη αυτή την αναφορά στα προηγούμενα θεατρικά του, για να μπορέσουμε να κατανοήσομε καλύτερα τις «χορδές του χρόνου». Έτσι θα μπορέσουμε να αναφερθούμε εν συντομία σ’ αυτό.
Εδώ το είδωλο της αφηρημένης και χαμένης πατρίδας γίνεται πιο συγκεκριμένο ή παράλληλα συγκεκριμένο. Είναι η Ίμβρος, η Τένεδος, η Τραπεζούντα, η Κωνσταντινούπολη. Προπύργια του ελληνισμού που δέχτηκαν τη μοίρα τους και βυθίστηκαν στο παρελθόν. Μια τραγωδία του ελληνισμού που ταυτίζεται με την τραγωδία της ανθρώπινης ψυχής. Οι άγνωστοι που έρχονται από ‘κεί είναι σιωπηλοί, διασχίζουν μ’ ένα ταξί τους δρόμους της Αθήνας ψάχνοντας μια καινούργια αρχή και μια αναγέννηση του ελληνικού πνεύματος και ψυχής. Ενυπάρχουν στο παρόν, στο παρελθόν και το μέλλον και ποθούν να γεφυρώσουν το χάσμα μιας πατρίδας που κόπηκε στα δύο. Ο χρόνος σαν μια σπασμένη παράφωνη χορδή υπογραμμίζει το σιωπηλό σκηνικό. Σέρνεται στον αέρα.
«Πού πρέπει να πάμε τώρα;», αναρωτιούνται.
«Εκεί που κρύβεται η γέφυρα».
«Στο ακίνητο καράβι».
«Εκεί άρχισε το ταξίδι, εκεί πρέπει να πάμε».
Το ακίνητο καράβι. Σημείο μηδέν. Σημείο όπου ενώνονται η αρχή και το τέλος, η ζωή και ο θάνατος και ο κόσμος φωτίζεται. Έννοια αντιφατική που δημιουργεί.
Τα άγνωστα πρόσωπα περιφέρονται αγνοημένα στη λήθη. Είναι μορφές που περιμένουν σ’ όλα τα πεδία του χρόνου το ξύπνημα της μνήμης, για να περάσουν στο μέλλον. «Το ταξί είναι η αρχή του ταξιδιού» και το ταξίδι η μνήμη.
Φιλοσοφικά και ποιητικά δοσμένα και τα τρία αυτά έργα του Ν. Λυγερού με καταδύσεις σε έννοιες υπαρξιακές, χαρακτήρες που ξεπροβάλλουν από τη μοναξιά του χρόνου, το αγνοημένο παρελθόν, αγνοούμενοι κι αυτοί της ζωής. Το πνεύμα του μύθου, η ελληνικότητα που χάνεται, οι χαμένες πατρίδες, που αναφέραμε, ένας Αλέξανδρος που αγωνίζεται να σώσει τα θρύψαλα της εικόνας του. Σιωπή και λάθη, σπασμένες χορδές του χρόνου που μόνο η μνήμη μπορεί να εναρμονίσει. Μια πατρίδα που αγωνίζεται να περάσει στο φως.
Οι ήρωες στα έργα του Λυγερού δε συμπεριφέρονται ούτε με απάθεια σ’ ένα παράλογο κόσμο, όπως οι ήρωες στον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμύ ούτε με καρτερικότητα, όπως οι ήρωες του Σάμουελ Μπέκετ στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», περιμένοντας κάτι που δεν έρχεται σε μια κοινωνία που καταρρέει. Είναι ήρωες που επαναστατούν για ό,τι έχει χαθεί. «Για μας δεν υπάρχει τέλος, μόνο αρχή», λένε. Πατούν τη λήθη του θανάτου και λυτρώνονται μες από τη μνήμη. Αγωνίζονται να φέρουν πίσω την Ευρυδίκη από τον Άδη στο φως. Κάθε άνθρωπος ένα σύνορο, ένας φύλακας της μνήμης. Το μήνυμα που διαπερνάει την τριλογία αυτή και ο συγγραφέας κατορθώνει με τις εκφραστικές δυνατότητες της διαλογικής γλώσσας να προεκτείνει τις έννοιες πέρα από τις λέξεις, καθώς και να ενσωματώσει τα όνειρα, τις ιδέες, το παράλογο και το ουτοπικό των ανθρώπων μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα. (εδώ)
Ξάνθη, Ιανουάριος 2006
«Οι χορδές του χρόνου» του Νίκου Λυγερού
Παρουσίαση από τον Αντώνη Υ. Παυλίδη
στην αίθουσα της ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
Το έργο του Ν. Λυγερού «Οι χορδές του χρόνου» δεν είναι απλά ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό σενάριο. A υτά είναι η αφορμή, ο λόγος. To έργο αυτό είναι μια αναφορά στην ποντιακή μνήμη και όχι μόνο.
Δεν είναι ένα έργο καταναλώσιμο, με ωραία, συμβατική και ίσως αγωνιώδη πλοκή που σε καθηλώνει για να δεις τη συνέχεια. Είναι ένα έργο με λόγο λιτό, δωρικό, που εκπέμπει πολλαπλά, πολυσήμαντα μηνύματα. Αυτή η λιτότητα οφείλεται στο βαθύ σεβασμό του συγγραφέα απέναντι στο Ολοκαύτωμα των Ποντίων.
Είναι ένα έργο πλημμυρισμένο από λέξεις – σύμβολα, τεράστιου βάρους και πυκνότητας. Κάποιοι «άγνωστοι», ένας ταξιτζής που τους περιμένει ξέροντας από πριν ότι θάρθουν, ένας ζωγράφος που αποτυπώνει την ιστορία, ένας πληγωμένος μικρός Αλέξανδρος που ψυχορραγεί, ένα ακίνητο καράβι ως αρχή και τέλος του ταξιδιού, ένας Ιάκωβος ως ο δάσκαλος και αναπαραγωγός της μνήμης της νέας γενιάς, η Ίμβρος ως πύλη στην Ανατολή, πρόσωπα που ψάχνουν το φως, πανάρχαιοι ελληνικοί μύθοι στα όρια της λήθης, σπαράγματα ανθρωπιάς και ήθους. Μελετώντας το έργο για πρώτη φορά, άρχισα να σημειώνω τις λέξεις - συμβολισμούς, που εξέπεμπαν σημαντικά κατά την άποψή μου, μηνύματα. Εγκατέλειψα όμως την προσπάθεια, γιατί βρέθηκα σ' ένα ωκεανό τέτοιων λέξεων, που κατακλύζουν όλο το έργο.
«Χορδές του χρόνου» είναι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που έρχονται από μακριά στο χρόνο, ως υποκείμενα της ιστορίας, για να προετοιμάσουν το μέλλον. Που θυσιάζονται για τους άλλους.
Είναι ένα έργο άσκησης της νόησης, κατάδυσης στην ελληνικότητα, στο μύθο, στις αλησμόνητες κι όχι χαμένες πατρίδες, γιατί οι πρωταγωνιστές του αρνούνται τη λήθη, αρνούμενοι να συμμετάσχουν στη γενοκτονία της μνήμης.
Ο συγγραφέας μέσα στη θάλασσα της λήθης ανακαλύπτει τις ψηφίδες της μνήμης, τις συγκεντρώνει προσεκτικά και μ' αυτές σιγά - σιγά ολοκληρώνει το έργο, που είναι η ιστορία αντίστασης ενός λαού απέναντι στη βαρβαρότητα.
Οι πρωταγωνιστές του έργου είναι «άγνωστοι». Δεν έχουν ονόματα, γιατί τα ονόματα δεν αντέχουν τόση ανθρωπιά. Είναι «άγνωστοι» γιατί παραμένουν ανώνυμοι, γιατί αγωνίζονται για τους άλλους. Όπως ο Άγνωστος Πόντιος στρατιώτης του Μεσαίωνα, που άντεξε το βάρος της μάχης, έκανε το καθήκον του και έμεινε ανώνυμος νεκρός, «σα πέραν κι αν τ' ελάτια», μέχρι νάρθει ο «Αητενς π' επαραπέτανεν» για να τον περάσει στην ιστορία. Οι «άγνωστοι» είναι αγιογράφοι, στους οποίους έχει ιδιαίτερη προτίμηση ο συγγραφέας γιατί παραμένουν ανώνυμοι, αφού έχουν επιτελέσει το έργο τους.
Οι «άγνωστοι» έρχονται από την Ιστορία, απ' το «εκεί» μιας αλησμόνητης πατρίδας, διασχίζουν τη σύγχρονη Αθήνα, με προορισμό την αναζήτηση μιας Αρχής από «εδώ». Όσους προέρχονται από το «εκεί», τους αναγνωρίζουν από «τη νοσταλγία του φωτός που λάμπει στα μάτια τους» . Αυτό το φως τους κάνει ν' αναγνωρίζονται μεταξύ τους γιατί έχουν βιώσει όλοι το ίδιο πάθος.
Πρόκειται για πρόσωπα λησμονημένα στο βάθος της ιστορίας, στις συλλογικές μας αναπαραστάσεις. Εκπέμπουν ελληνικότητα, ερχόμενα από τα βάθη του χρόνου, όπου έχουν ταφεί για αιώνες. Ψάχνοντας το φως που θα τα φέρει στο προσκήνιο της ιστορίας, έρχονται στο «εδώ». Κινούνται μεταξύ ορατού και αοράτου, μεταξύ μνήμης και λήθης, μεταξύ ιστορίας και πραγματικότητας.
Ο λόγος του συγγραφέα καταλυτικός, εκπέμπεται στα όρια του παραλόγου, διαλύει το παρόν, ανασυνθέτοντας τα κομμάτια της μνήμης για να διαμορφώσει το μέλλον. Οι σύντομοι, κοφτοί διά-λογοι, γίνονται στα χέρια του ισχυρό εκφραστικό εργαλείο προέκτασης των εννοιών στο διηνεκές του παρελθόντος και του μέλλοντος, μέσα τους ενσωματώνει τα όνειρα, τις αξίες, τους συμβολικούς τόπους, όπου ο χρόνος πεθαίνει και οι άνθρωποι αιχμαλωτίζονται στην καταδίκη μιας υπογραφής.
Υπερευαίσθητος δέκτης μηνυμάτων ο Νίκος Λυγερός, ενσωματώνει στο έργο του ότι τον συγκινεί από αυτά που εισέρχονται στο δικό του κόσμο. Θυμάμαι ότι πριν από μήνες του χάρισα ένα δίσκο με τον Ποντιακό Ακριτικό Κύκλο, όπου περιλαμβάνονται μερικά πολύτιμα διαμάντια της ποντιακής μουσικής ιστορικής παράδοσης που έρχονται στις μέρες μας από το 10 ο ακόμη αιώνα. Την άλλη μέρα έλαβα ένα μήνυμα με μια συγκλονιστική ανάλυση με ένα λόγο δωρικής λιτότητας του ποντιακού θρήνου της Άλωσης, που με προκάλεσε δέος. Γνωρίζω πλέον καλά ότι πολλά από αυτά που βιώνει σήμερα, τον εμπνέουν ήδη, οδηγώντας το δημιουργικό του οίστρο στο επόμενο δημιούργημά του.
Γοητευμένος ο συγγραφέας από τη δυναμική του ποντιακού ελληνισμού, τον παροτρύνει, χωρίς να σταματήσει να αναπαράγει τη ζωή που υπήρχε εκεί, να προχωρήσει ταυτόχρονα στην ουσία. Γνωρίζει ότι το ήθος των Ποντίων μπορεί να ανανεώσει τη νεοελληνική κοινωνία με ελληνικές ιδέες, αξίες και πρότυπα, που βρίσκονται απωθημένα στο συλλογικό της υποσυνείδητο. Ότι οι συλλογικές αναπαραστάσεις των Ελλήνων επιβιώνουν πολύ έντονα στην ποντιακή συνείδηση. Παράδειγμα οι χοροί των Ποντίων, που στηρίζονται στον κύκλο, ένα κύκλο που είναι μικρός, γιατί μικρός είναι ο χώρος του Πόντου, μια χούφτα χώμα ανάμεσα στα ποτάμια και τα παρχαρομύτια, στις αϊτοφωλιές των αδιαπέραστων βουνών του. Σ' αυτό το χορό, που από αιώνες μέχρι σήμερα εκεί έχει το ίδιο όνομα «χορόν», που το πάθος για ζωή ξεχειλίζει, δεν υπάρχουν αρχιχορευτές που να ηγούνται των άλλων, στον ποντιακό χορό όλοι είναι ίσοι.
Γι' αυτό αγωνίζεται δίπλα και στους Ποντίους. Με τον «Αλτρουϊσμό» ως πυξίδα, με τη στρατηγική ως εργαλείο. Μετά την εμπειρία της Κύπρου, όπου πέτυχε το αδύνατο, έρχεται μέσα από το έργο του αυτό να προτείνει εκείνο που και σήμερα ίσως κάποιοι θεωρήσουν αδύνατο. 1400 προσφυγές Κυπρίων από τα κατεχόμενα, που οργανώθηκαν και κατατέθηκαν στο Ειδικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, βρίσκονται ήδη στο δρόμο της δικαίωσης. Αυτό, σε συνδυασμό με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, ανέτρεψε το σκηνικό στην Κύπρο. Δεν είναι τυχαίο ότι το σχέδιο Ανάν, εκτός των άλλων, διέγραφε αυτές τις προσφυγές.
Αξιολογώντας και αξιοποιώντας τα δεδομένα, με το έργο του που παρουσιάζουμε σήμερα προτείνει και στους Ποντίους - και όχι μόνο – ν' ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο, διεκδικώντας όλα όσα αναγκάστηκαν ν' αφήσουν οι πρόγονοί τους με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν είναι μόνο τα υλικά που τον ενδιαφέρουν, αλλά πρωτίστως τα άϋλα, τα αιώνια. Είναι τα σύμβολα, τα μνημεία, τα σπίτια, οι τόποι. Είναι όλα αυτά που δεν άφησαν τις ψυχές των νεκρών να ξαποστάσουν.
Η πρόταση αυτή έχει σχετική αξία όταν το λέει οποιοσδήποτε. Όταν όμως την καταθέτει ο Νίκος Λυγερός, που έχει στα χέρια του εργαλεία μοναδικά, όπως η θεωρία των παιγνίων, που απαντά σε κάθε πρακτικό πρόβλημα, η στρατηγική, που επικεντρώνει την προσπάθεια μόνο στην ουσία των πραγμάτων, που έχει αποδείξει ότι «δεν ασχολείται με χαμένες υποθέσεις», τότε οφείλουμε να τον ακούσουμε προσεκτικά.
Όσοι από μας δεν κατανοούν τι είναι σημαντικό να κάνουμε, πρέπει να δουν και να ερμηνεύσουν τις ενέργειες του αντιπάλου. Να δουν τι είναι εκείνο που κυρίως ενοχλεί την άλλη πλευρά, γιατί αυτό διδάσκει η στρατηγική. Στην περίπτωση για παράδειγμα του κυπριακού, αυτό που κυρίως ενοχλούσε την Τουρκία δεν ήταν μόνο οι διαμαρτυρίες των Κυπρίων, ο αγώνας τους, τα συλλαλητήρια. Ήταν και αυτά, αλλά όχι κυρίως αυτά. Πολύ μεγαλύτερη αξία είχαν γι' αυτήν οι 1.400 προσφυγές, γι' αυτό και απαίτησε από τους διαμορφωτές του σχεδίου Ανάν να προβλέψουν στο σχέδιο τη διαγραφή τους. Αυτό το μήνυμα οφείλουμε να το εισπράξουμε για να είναι αποτελεσματική η δράση μας.
Πολλά χρόνια τώρα αγωνιζόμαστε για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων από το τουρκικό κράτος. Γνωρίζουμε ότι ο ηθικός αυτός αγώνας είναι άνισος, για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι ο χαρακτήρας του σημερινού τουρκικού καθεστώτος, που ποτέ δεν πρόκειται να αναγνωρίσει τη γενοκτονία αν δεν εξαναγκαστεί από αποτελεσματικές πρωτοβουλίες, γιατί διαφορετικά θα είναι σαν να αρνείται τον εαυτό του, γιατί το νέο τουρκικό κράτος θεμελιώθηκε στις γενοκτονίες των λαών που έζησαν εκεί για αιώνες. Η πρόταση του Νίκου Λυγερού αποτελεί μια εντυπωσιακή υπέρβαση του σημερινού τοπίου, συνδέει το 1923 (χρονιά που έχουμε την παραγωγή γεγονότων από την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης) με το 2006. Καθιστά την Ιστορία παρόν, ξαναγράφοντάς την. Μας απομακρύνει από τα πολιτικά παρασκήνια, τους συσχετισμούς δυνάμεων, τις σκοπιμότητες των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μας πάει στο πεδίο του θεσμοθετημένου σημερινού πολιτισμού, αξιοποιώντας με θαυμαστό όσο και απλό τρόπο τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρει. Αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε αν φανταστούμε μια σειρά προσφυγών σημερινών απογόνων εκείνων των υπέροχων Ποντίων και Μικρασιατών που εγκατέλειψαν την ψυχή τους το 1922 στην ιστορική τους πατρίδα για ν' αποφύγουν τη γενοκτονία, να καταθέτουν προσφυγές, οι οποίες θα έχουν θετική έκβαση. Τότε η Ιστορία θα έχει διαφορετική εξέλιξη. Όχι εκείνη που ζήσαμε. Τότε θα δούμε τα δάκρυα των προσφύγων της πρώτης γενιάς, να τελειώνουν κι ένα χαμόγελο ν' ανθίζει. Προσπαθώ να δω σ' αυτή την περίπτωση προσεκτικά την έκφραση της ιστορίας. Και βλέπω σε μια ατέλειωτη σειρά όλες μαζί τις μυθικές μορφές και το απαράμιλλο τοπίο ν' αλλάζει: τους Ακρίτες και το Μάραντο, το Χρύσανθο και το Βασίλ Αγά, τον Ευκλείδη και τα παλικάρια της Σάντας, τις καταπράσινες πλαγιές, τα ποτάμια και τα παρχαρομύτια, τα μανουσάκια ν' ανθίζουν δίπλα στους γκρεμούς, το Δήμο τον Κεμεντζετζή να μαγεύει με τις χαρούμενες τώρα δοξαριές του, τις εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς να σηκώνονται και να στήνουν χορό και «με το ρυθμό του κεμεντζέ» να «χτυπούν την ιστορία». Και τότε γαληνεύω. Γαληνεύουμε. Γιατί θα έχουμε αποδείξει όχι μόνο ότι δε λησμονούμε, αλλά και ότι ξέρουμε ν' αγωνιζόμαστε αποτελεσματικά για το δίκιο, την αλήθεια, την ειρήνη.
Οφείλουμε να δούμε κατάματα την πραγματικότητα και ν' αποφασίσουμε. Γιατί όσοι αγνοούν ή λησμονούν την ιστορία τους, είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν.
Πηγή: Ν. Λυγερός λόγοι σοφίας / Books N. Lygeros