Κείμενα Νίκος Λυγερός,
Το ανώνυμο κουτούκι
Έκανε κρύο εκείνο το βράδυ
κι όμως η σόμπα έκαιγε.
Πάνω στις ξύλινες καρέκλες
ησύχασε για λίγο η ζωή μας.
Μα η χαρά ήρθε με το ψωμί.
Ήταν ξερό και αλμυρό
όπως τα λάθη της ψυχής.
Και το κρασί κοκκίνισε
τους πόνους μας και τις πίκρες μας
για να τους καταπιούμε καλύτερα.
Τότε φάγαμε το παρελθόν
ανάμεσα στα βαρέλια του χρόνου.
Δεν είχαμε τίποτα άλλο.
Στα παρασκήνια της πόλης
Β. Ευαγγελίου, Ν. Λυγερός
Οδηγώντας.
- Τους λυπάμαι εκεί έξω τους δίποδους. Ακροβατούν μεταξύ νοημοσύνης και ελεημοσύνης... Όλο με τις παλάμες ανοιχτές είναι. Μία για φασκελώσουν άλλα δίποδα, άλλη για να ζητιανέψουν στα τέσσερα...
- Κι εμείς που σπρώχνουμε αυτό το παπάκι, τι είμαστε; Μία μορφή που δεν πρόβλεψε ούτε η Σφίγγα ούτε ο Οιδίποδας... Άντε, άντε, πότε θα φτάσουμε στη Σύρο, αν μιλάς συνεχώς;
- Φυσικά και δεν έχουμε πρόβλημα με το κακό, αφού σε λίγες μέρες, ανεβάζουμε Σαίξπηρ. Μη λες στον φίλο σου ψέματα. Ήρθες να πάρεις χειροκρότημα και θα το πάρεις θες δε θες. Αφού ξέρεις ότι οι άνθρωποι, έχουν ανάγκη να καούν και από κάπου πρέπει να ξεκινήσει η φωτιά.. Θα μας χειροκροτούν αιώνες. Αποκλείεται αν τρίβεις πέτρες για αιώνες, να μην γεννηθεί φλόγα...
- Να είσαι ή να μην είσαι μαζί σου, ιδού το ερώτημα ! Το θέμα δεν είναι το χειροκρότημα, διότι ότι και να κάνουμε όλο μας το κόβουν, λες και είναι χυδαίο να χτυπάς παλαμάκια όταν δεν έχεις παπάκια...
- Στα παπάκια μας λοιπόν κι εμείς.. Ας τους να κουρεύονται οι αστοί! Δεν είδα άλλωστε κανέναν ανάμεσά τους, να ακούει στο όνομα Σαμψών... Εμείς τα κόψαμε, επειδή είχε προσφορά το ένα κούρεμα δωρεάν στα δύο. Σε ευχαριστώ που πλήρωσες... Αδύναμοι εμείς, αδύνατοι αυτοί... Δεν παχαίνει άλλωστε η ανθρωπότητα! Όσο και να την τρως..
- Μήπως πρέπει να φάμε κάτι μια που δεν βιαζόμαστε πια. Θες λίγο ανθρωπιά για να πάρεις δυνάμεις; Καλύτερα να δυναμώσεις πριν αντιμετωπίσουμε την κοινωνία διότι εκεί θα φάμε μόνο ξύλο μετά από τέτοια παράσταση...
- Μακάρι να φάμε ξύλο... Ώστε να μεταφέρουμε και να κυκλοφορήσουμε τον ακατέργαστο χυμό της αλήθειας... Με το ξύλο, θα απορρο(φάμε) κι όλας, από το έδαφος, και θα γνωριστούμε με τις ρίζες μας...
- Το δικό μας το ξύλο δεν έχει καμία σχέση... Είναι αυτό που βρίσκεται στα βιβλία μας... Κάτι πρέπει να γράψουμε για να μην ξεχάσουμε τους ρόλους γιατί πάλι ξεχάσαμε το σενάριο και ακούω από εδώ τον συγγραφέα: Όχι άλλους αυτοσχεδιασμούς!
- Είδαμε και τους άλλους που μια ζωή, προβάρουν το κάθε τι πάνω τους.. Λες και είναι η ζωή κοστούμι! Τους ρόλους δε θα τους ξεχάσουμε με τίποτα. Αποστολές είναι... Με τον Αποστόλη τον συγγραφέα, τι θα κάνουμε όμως που φωνάζει; Να του κλείσουμε το στόμα με έναν καλό αυτοσχεδιασμό, που κάνουμε πρόβες, τόσες ζωές πριν;
-Ναι, ναι! Ξέρω τι θα του πούμε ! Θα του τραγουδήσουμε:
Στ' Αποστόλη το κουτούκι! Είμαι σίγουρος ότι θα συγκινηθεί...
Στ' Αποστόλη το κουτούκι! Είμαι σίγουρος ότι θα συγκινηθεί...
Διπλοπενιές στο κουτούκι
ακούγαμε κι εμείς
όταν θέλαμε να ζήσουμε
και πάλι μαζί
με τη μνήμη μέλλοντος
που είχαμε κάποτε
σ’ένα παλιό καφενείο
εκεί κοντά στη σόμπα
με τον παράξενο κύριο.
Το κουτούκι με τα βαρέλια
Κάτω από τα μεγάλα βαρέλια
που δεν έκλαιγαν πια κρασί
εκείνος που δεν είχε παρέα
ζούσε για τους άλλους
τις παλιές αναμνήσεις
κοντά σ’ έναν ξεχασμένο παππού
που περίμενε ένα καφέ
που δεν θα ’ρχόταν ποτέ.
Μέσα στο θόρυβο του κόσμου
άκουγε ακόμα τη λατέρνα
για να νιώσει τη φιλία
των νεκρών και των αγίων του
την ώρα που έγραφε
εκείνο το βιβλίο
που δεν υπήρχε.